Χυμική και κυτταρική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 μετά από εμβολιασμό σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού και αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς

Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού και οι αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς έχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου COVID-19 και θανάτου από COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό:
The Lancet Regional Health J. Stumpf και συνεργάτες, 22 Ιουλίου 2021, DOI:https://doi.org/10.1016/j.lanepe.2021.100178. 

Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια προοπτική μελέτη κατά την οποία αξιολόγησαν την χυμική ανοσία (μέθοδος ELISA) και την κυτταρική ανοσία (μέθοδος κυτταρομετρία ροής και απελευθέρωσης ιντερφερόνης-γ) 8 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 με το BNT162b2 ή το mRNA-1273. Στη μελέτη συμμετείχαν 1768 άτομα εκ των οποίων τα 144 ήταν υγειονομικό προσωπικό, τα 1256 αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς και οι 368 μεταμοσχευθέντες νεφρού. Οι 356 συμμετέχοντες έλαβαν το BNT162b2 και οι 1412 έλαβαν το mRNA-1273. Κανείς από τους συμμετέχοντες δεν είχε ιστορικό προηγούμενης λοίμωξης COVID-19. Πάνω από το 95% τόσο των υγειονομικών όσο και των αιμακαθαιρόμενων ασθενών εμφάνισαν αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 (ορομετατροπή) μετά τον εμβολιασμό με τα εμβόλια mRNA. Ωστόσο το ποσοστό ορομετατροπής ήταν αρκετά χαμηλότερο (42%) στους ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού. Αντίστοιχα ήταν και τα αποτελέσματα που αφορούσαν την Τ-κυτταρική ανοσία. Οι μείζονες παράγοντες κινδύνου για αποτυχία παραγωγής αντισωμάτων μεταξύ των μεταμοσχευμένων ασθενών ήταν ο αριθμός και των είδος των ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων (μπελατασέπτη, MMF-MPA, αναστολείς καλσινευρίνης), καθώς και το είδος του εμβολίου (BNT162b2 mRNA). Το ποσοστό ορομετατροπής μετά από εμβολιασμό με το mRNA-1273 (Moderna) συγκριτικά με το BNT162b2 (Pfizer) ήταν 97% και 88% αντίστοιχα στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 49% και 26% στους μεταμοσχευμένους ασθενείς. Επιπλέον, ο τίτλος των ειδικών αντισωμάτων IgG έναντι της περιοχής πρόσδεσης της πρωτεϊνικής ακίδας (αντι-RBD) ήταν σημαντικά υψηλότερος στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς που είχαν εμβολιαστεί με το mRNA-1273 (95%) συγκριτικά με το BNT162b2 (85%). Συνολικά, ο εμβολιασμός ήταν ασφαλής χωρίς μείζονες ανεπιθύμητες ενέργειες για όλους τους συμμετέχοντες στη μελέτη. Η υψηλή αποτελεσματικότητα του εμβολίου επιβεβαιώθηκε από τη σχεδόν μηδενική ανίχνευση συμπτωματικής νόσου COVID-19 στους πλήρως εμβολιασθέντες με δύο δόσεις. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι πιθανότατα απαιτείται ενίσχυσης της εμβολιαστικής στρατηγικής ειδικά σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού και λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική αγωγή.


Η ανοσολογική απόκριση από τον εμβολιασμό έναντι του SARS-COV-2 διατηρείται τουλάχιστον για 3 μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό με το εμβόλιο των Pfeizer/BioNTech: αποτελέσματα της μελέτης του ΕΚΠΑ

Η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, από την αρχή των εμβολιασμών του Ελληνικού πληθυσμού, ξεκίνησε εκτενή προοπτική μελέτη καταγραφής της ανοσολογικής απόκρισης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2. Συγκεκριμένα σκοπός της προοπτικής μελέτης NCT04743388 που γίνεται στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» είναι η εκτίμηση της κινητικής των αντισωμάτων έναντι του RBD της πρωτεΐνης Spike (S-RBD) και των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (NAbs) έναντι του ιού SARS-CoV-2 σε υγειονομικούς, ηλικιωμένους άνω των 80 ετών, και ασθενείς με νεοπλασματικές παθήσεις μετά τον εμβολιασμό τους με το εμβόλιο mRNA BNT162b2 (ComirnatyTM) των Pfeizer/BioNTech. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, έχουν δημοσιευτεί με τη μορφή 20 άρθρων σε έγκριτα διεθνή περιοδικά. Στην πλέον πρόσφατη δημοσίευση οι ερευνητές παρουσίασαν τα αποτελέσματα στους υγειονομικούς και εργαζόμενους του ΓΝΑ «Αλεξάνδρα» τρεις μήνες μετά τον πλήρη εμβολιασμό τους με το εμβόλιο των Pfeizer/BioNTech. Τα δεδομένα αυτά δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο διεθνές Eλβετικό περιοδικό Cells, και τα συνοψίζουν οι Καθηγητές του ΕΚΠΑ Ευάγγελος Τέρπος, Ιωάννης Τρουγκάκος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Στη μελέτη μετείχαν 286 υγειονομικοί και εργαζόμενοι στο νοσοκομείο (με διάμεση ηλικία τα 48 έτη) χωρίς να έχουν γνωστή κακοήθη νόσο υπό χημειοθεραπευτική αγωγή ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου. Ο προσδιορισμός των αντισωμάτων πραγματοποιήθηκε με εγκεκριμένες μεθόδους από τον FDA των ΗΠΑ: Elecsys Anti-SARS-CoV-2 S assay (Roche Diagnostics GmbH, Mannheim, Germany) για την μέτρηση των IgG αντισωμάτων έναντι του S-RBD του ιού και cPass™ SARS-CoV-2 NAbs Detection Kit (GenScript, Piscataway, NJ, USA) για την μέτρηση των NAbs. Τα αντισώματα προσδιορίστηκαν τις ημέρες 1 (D1, πριν την πρώτη δόση του εμβολίου), D8, D22 (πριν τη δεύτερη δόση του εμβολίου), D36 (δυο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση), D50 (τέσσερις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση) και 3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση. 

Οι τιμές των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (NΑbs), αυτά παρουσίασαν σημαντική αύξηση την D22 και έφτασαν τη μέγιστη τιμή τους μετά τη δεύτερη δόση (D36), παρουσιάζοντας ένα ρυθμό αύξησης 3% την ημέρα και φθάνοντας μια διάμεση τιμή 97,2% εξουδετέρωσης του ιού την ημέρα 36, δηλ δυο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Οι τιμές των NAbs παρέμειναν υψηλές την D50 (διάμεση τιμή εξουδετέρωσης ≥95%) όπως και 3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου (διάμεση τιμή εξουδετέρωσης 92,7%). Παρά τη μικρή πτώση των NAbs μετά τη δεύτερη εβδομάδα από τον πλήρη εμβολιασμό, που ανέρχονταν σε 0,11% την ημέρα, άνω του 95% των εμβολιασθέντων είχαν υψηλότατους τίτλους εξουδετέρωσης του ιού περίπου 4 μήνες μετά την έναρξη του εμβολιασμού τους.  

Η αύξηση του τίτλου των αντισωμάτων ήταν μικρότερης τάξης μεγέθους στα άτομα ηλικίας 51-70 ετών συγκριτικά με αυτά ηλικίας 20-50 ετών, σε όλες τις χρονικές στιγμές των μετρήσεων. 

Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν την υψηλή αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού, καθώς 4 μήνες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, σχεδόν όλοι οι υγιείς μετέχοντες στην μελέτη είχαν πολύ υψηλούς τίτλους προστασίας από την COVID-19. Στο ερώτημα της διάρκειας των εξουδετερωτικών αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα σε Έλληνες ασθενείς που νόσησαν από COVID-19, και το 75% διατήρησε τα εξουδετερωτικά αντισώματα τουλάχιστον 8 μήνες μετά το πρώτο σύμπτωμα, πιστεύουμε ότι τα αντισώματα από τον εμβολιασμό θα κρατήσουν για τουλάχιστον ένα έτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πολύ υψηλότερους ακόμη και από όσους νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία, ενώ ο ρυθμός πτώσης τους είναι μικρός.  
    
Επιπρόσθετα τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν ότι οι υγιείς συμπολίτες μας δεν χρειάζεται να κάνουν εξετάσεις αντισωμάτων, καθώς η πιθανότητα να μην έχουν αναπτύξει υψηλούς τίτλους είναι σχεδόν μηδενική.   

Η μελέτη της Θεραπευτικής Κλινκής του ΕΚΠΑ θα συνεχιστεί με τη μελέτη όλων των εμβολίων και την αποτελεσματικότητά τους μέχρι και 18 μήνες μετά τη πρώτη δόση τους.