Προβλήματα μνήμης 8 μήνες μετά την λοίμωξη COVID-19

Η νόσος COVID-19 αποτελεί μια πολυσυστηματική λοίμωξη παρόλο που τα κύρια συμπτώματά της αφορούν το αναπνευστικό σύστημα. Νευρολογικές και νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις μπορεί να παρατηρούνται ακόμα και μετά την ίαση της οξείας φάσης της λοίμωξης ως μέρος των μακροχρόνιων επιπτώσεων της COVID-19 (long COVID). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης των Arne Soraas και συνεργατών που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open (JAMA Netw Open. 2021;4(7):e2118717.).

Στη μελέτη συμμετείχαν 13001 ενήλικες στη Νορβηγία οι οποίοι έλαβαν ηλεκτρονική πρόσκληση για συμμετοχή στη μελέτη. Συνολικά στάλθηκαν έως και 3 ηλεκτρονικές προσκλήσεις σε 53.168 άτομα. Το ποσοστό συμμετοχής ανήλθε στο 24%. Προσκλήθηκαν όλοι οι Νορβηγοί που είχαν υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο για SARS-CoV-2 μεταξύ 1ης Φεβρουαρίου και 15ης Απριλίου 2020. Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα όλοι όσοι είχαν υποβληθεί σε έλεγχο ήταν συμπτωματικοί. Το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν τα προβλήματα μνήμης που δήλωσαν οι συμμετέχοντες στη μελέτη 8 μήνες μετά την πάροδο της COVID-19. Από τους συμμετέχοντες, οι 439 (37%) είχαν θετικό έλεγχο για SARS-CoV-2, οι 7.978 (25.7%) είχαν αρνητικό έλεγχο για SARS-CoV-2 και οι 4.229 (21.1%) δεν είχαν διαθέσιμο αποτέλεσμα από διαγνωστικό έλεγχο για SARS-CoV-2. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 47 έτη (τυπική απόκλιση 14.3 έτη) και το 66% (8642 άτομα) ήταν γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, 9.705 από τους 13.001 (75%) συμμετέχοντες απάντησαν στο ερωτηματολόγιο με διάμεσο χρόνο τις 257 ημέρες από την ένταξη στη μελέτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι 72 από τους 651 (11%) συμμετέχοντες με θετικό διαγνωστικό έλεγχο για SARS-CoV-2 ανέφεραν προβλήματα μνήμης 8 μήνες μετά τη λοίμωξη COVID-19. Αντίθετα, 254 από τους 5712 (4%) συμμετέχοντες με αρνητικό έλεγχο για SARS-CoV-2 και 80 από τους 3.342 (2%) συμμετέχοντες με μη διαθέσιμο αποτέλεσμα για SARS-CoV-2 ανέφεραν προβλήματα μνήμης στους 8 μήνες από την ένταξη στη μελέτη. Σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων με τη μέθοδο της πολλαπλής λογαριθμικής παλινδρόμησης, το ιστορικό θετικής διαγνωστικής δοκιμασίας για SARS-CoV-2 σχετίστηκε ισχυρά με την αναφορά προβλημάτων μνήμης στους 8 μήνες από το θετικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, 267 από τους 649 (41%) συμμετέχοντες που ήταν θετικοί στον SARS-CoV-2 ανέφεραν σημαντική επιδείνωση της γενικής κατάστασης της υγείας τους συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, ενώ 81 από τους 651 (12%) στην ίδια ομάδα συμμετεχόντων ανέφεραν επίσης προβλήματα στη συγκέντρωση. 59 από τους 267 (82%) συμμετέχοντες με θετικό έλεγχο για SARS-CoV-2 που ανέφεραν προβλήματα μνήμης, ανέφεραν επίσης γενική επιδείνωση της κατάστασης υγείας. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των διαφορετικών ομάδων των συμμετεχόντων όσον αφορά σε αισθήματα κατάθλιψης, έλλειψη δυνάμεων ή αίσθημα άλγους.

Παρά τους μεθοδολογικούς περιορισμούς της μελέτης όπως το χαμηλό ποσοστό ανταπόκρισης στα αρχικά ερωτηματολόγια (24%) και η ύπαρξη συγχυτικών παραγόντων που δεν ελήφθησαν υπόψη από τους ερευνητές, τα ευρήματα έχουν ιδιαίτερη αξία. Έχει φανεί ότι τα υποκειμενικά προβλήματα μνήμης που δηλώνονται από τους ίδιους τους ασθενείς αντικατοπτρίζουν αντικειμενικά προβλήματα στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων και επιπλέον αποτελούν παράγοντα κινδύνου για μετέπειτα εμφάνιση γνωστικών δυσλειτουργιών ή/και άνοιας. Σε κάθε περίπτωση, η πιθανή συσχέτιση της COVID-19 με γνωστικά προβλήματα αξίζει περαιτέρω αναλυτικής έρευνας.


Ασφάλεια και ανοσογονικότητα της ετερόλογης συγκριτικά με την ομόλογη χορήγηση αναμνηστικής δόσης εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2

Ως ετερόλογη χορήγηση αναμνηστικής δόσης εμβολίου υποδηλώνεται η χορήγηση δεύτερης δόσης διαφορετικού σκευάσματος εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 σε σχέση με την πρώτη δόση. Αντίθετα, η ομόλογη χορήγηση αναμνηστικής δόσης εμβολίου περιγράφει το συμβατικό τρόπο χορήγησης εμβολίων είτε με δύο δόσεις του ChAdOx1 nCoV-19 (AstraZeneca) είτε με δύο δόσεις του BNT162b2 (Pfizer-BioNTech). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα από την πρόσφατη δημοσίευση των X. Liu και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση The Lancet (DOI: https://doi.org/10.1016/S0140-6736(21)01694-9). Το όνομα της συγκεκριμένης μελέτη είναι Com-COV και πρόκειται για μια μονά τυφλή (δηλαδή οι συμμετέχοντες δεν γνωρίζουν τι λαμβάνουν), τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη που αξιολογεί την ασφάλεια και την ανοσογονικότητα των διαφορετικών συνδυασμών εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2. Οι συμμετέχοντες ήταν ενήλικες 50 ετών και άνω, κάτοικοι Ηνωμένου Βασιλείου, χωρίς συννοσηρότητες ή υπό αγωγή, χωρίς προηγούμενη λοίμωξη COVID-19 εργαστηριακά επιβεβαιωμένη. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν δύο δόσεις εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 με διαφορά 28 ημερών. Οι πιθανοί συνδυασμοί εμβολίου ήταν AstraZeneca/AstraZeneca, AstraZeneca/Pfizer, Pfizer/AstraZeneca, Pfizer/Pfizer. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η συγκέντρωση των IgG αντισωμάτων έναντι της πρωτείνης ακίδας S του SARS-CoV-2 στις 28 ημέρες μετά την αναμνηστική δόση εμβολίου. Μεταξύ 11 και 26 Φεβρουαρίου 2021, 830 συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη και τυχαιοποιήθηκαν. Η παρούσα ανάλυση αφορά 463 συμμετέχοντες που έλαβαν τις δύο δόσεις εμβολίου με διαφορά 28 ημερών. Η μέση ηλικία ήταν τα 57.8 έτη, ενώ οι 212 (46%) ήταν γυναίκες και οι 117 (25%) ανήκαν σε εθνικές μειονότητες. Την 28η ημέρα μετά την αναμνηστική δόση, η γεωμετρική μέση συγκέντρωση αντισωμάτων IgG έναντι της πρωτεΐνης – ακίδας του SARS-CoV-2 δεν ήταν υποδεέστερη μεταξύ όσων έλαβαν AstraZeneca/Pfizer (12906 μονάδες ELU/ml) συγκριτικά με όσους έλαβαν AstraZeneca/AstraZeneca (1392 μονάδες ELU/ml). Επιπλέον, στους συμμετέχοντες που έλαβαν πρώτη δόση Pfizer, δεν επιτεύχθηκε μη-κατωτερότητα μεταξύ όσων έλαβαν δεύτερη δόση Pfizer (14080 μονάδες ELU/ml) συγκριτικά με όσους έλαβαν δεύτερη δόση AstraZeneca (7133 μονάδες ELU/ml). Συνολικά καταγράφηκαν 4 σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάματα, κανένα από τα οποία δεν κρίθηκε ότι σχετίζεται με τον εμβολιασμό. Συμπερασματικά, οι συγκεντρώσεις των αντισωμάτων μετά τον ετερόλογο εμβολιασμό (AstraZeneca/Pfizer, Pfizer/AstraZeneca) ήταν υψηλότερες συγκριτικά με το εγκεκριμένο σχήμα του ομόλογου εμβολιασμού με AstraZeneca/AstraZeneca. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης Com-COV, η εφαρμογή ετερόλογων εμβολιαστικών σχημάτων με AstraZeneca και Pfizer/BioNTech είναι εφικτή και αποτελεσματική και μπορεί να βελτιώσει τη μαζική ανοσοποίηση του πληθυσμού έναντι του SARS-CoV-2.


ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΒΟΛΙΟΥ mRNA-1273 SARS-CoV-2 (Moderna) ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ

Η επίπτωση της νόσου COVID-19 σε εφήβους 12-17 ετών ήταν περίπου 900 ανά 100000 πληθυσμού, την περίοδο από τον Απρίλιο έως τις 11 Ιουνίου 2021. Επειδή η ασφάλεια, η ανοσογονικότητα και η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της εταιρείας Moderna δεν ήταν γνωστή για την ηλικιακή αυτή ομάδα, διενεργήθηκε μία μελέτη φάσης 2-3 ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο όπου 3732 έφηβοι ηλικίας 12 έως 17 έλαβαν 2 δόσεις του mRNA εμβολίου της εταιρείας Moderna (100 μg σε κάθε δόση) ή εικονικό φάρμακο. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεόδωρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη δημοσίευση της κλινικής αυτής μελέτης στο διεθνές έγκριτο περιοδικό New England Journal of Medicine. Ο στόχος της μελέτης ήταν να συγκριθούν τα αποτελέσματα της και η μη κατωτερότητα της ανοσολογικής απάντησης στους εφήβους σε σχέση με τα αποτελέσματα της μελέτης φάσης 3 για νέους ενήλικες 18 έως 25 ετών. Από τους 3732 εφήβους, 2489 έλαβαν το εμβόλιο και 1243 εικονικό φάρμακο. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες μετά την πρώτη ή τη δεύτερη δόση ήταν ο πόνος στο σημείο της έγχυσης (93,1% έναντι 92,4%), κεφαλαλγία (44,6% έναντι 70,2%), και κόπωση (36,6% έναντι 28,9%). Δεν περιγράφηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες από το εμβόλιο ή το εικονικό φάρμακο. Ο λόγος του τίτλου των εξουδετερωτικών αντισωμάτων των εφήβων σε σχέση με τους νέους ενήλικες ήταν 1,08, και η απόλυτη διαφορά στην ανοσολογική απάντηση ήταν 0,2 ποσοστιαίες μονάδες πληρώντας το κριτήριο της μη κατωτερότητας. Δεν περιγράφηκαν περιστατικά λοίμωξης COVID-19 14 μέρες μετά τη δεύτερη δόση σε όσους έλαβαν το εμβόλιο και 4 περιστατικά περιγράφηκαν στην ομάδα του placebo. Συμπερασματικά, το εμβόλιο της εταιρείας Moderna είχε ένας ασφαλές προφίλ ασφάλειας στους νέους εφήβους. Η ανοσολογική απάντηση ήταν παρόμοια με αυτή των νέων ενηλίκων και ήταν αποτελεσματικό για την πρόληψη της νόσου COVID-19.