Συμπτώματα μετά από COVID-19 μπορεί να επιμείνουν για περισσότερο από 1 έτος

Μια μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Lancet, διερεύνησε τις κλινικές επιπτώσεις στους 6 και 12 μήνες μετά την αρχική εμφάνιση συμπτωμάτων σε άτομα που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομείο λόγω COVID-19.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Ελένη Κορομπόκη (Επιμελήτρια Παθολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.

Συγκεκριμένα, αναλύθηκαν στοιχεία από ασθενείς με COVID-19 που έλαβαν εξιτήριο από  νοσοκομείο επαρχίας της Κίνας μεταξύ 7 Ιανουαρίου και 29 Μαΐου 2020. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις παρακολούθησης στους 6 και 12 μήνες μετά, κατά τις οποίες οι επιζώντες απάντησαν σε ερωτηματολόγια σχετικά με την παρουσία συμπτωμάτων και την ποιότητα ζωής τους. Τα ερωτηματολόγια αυτά συμπλήρωσε και ομάδα φυσιολογικών ατόμων ίδιας ηλικίας που δεν είχαν νοσήσει από COVID-19 για σύγκριση. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν κλινική εξέταση και εργαστηριακές εξετάσεις για τους ασθενείς, που συμπεριέλαβαν απεικόνιση και δοκιμασίες αναπνευστικής λειτουργίας. Συνολικά, 1.276 επιζώντες από COVID-19 ολοκλήρωσαν και τις δύο επισκέψεις. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ως τώρα σχετική μελέτη στη διεθνή βιβλιογραφία. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 59  έτη και 681 (53%) από αυτούς ήταν άνδρες.

Το ποσοστό των ασθενών με τουλάχιστον ένα σύμπτωμα ήταν 68% στους 6 μήνες και 49% στους 12 μήνες. Περισσότεροι ασθενείς είχαν συγκεκριμένα άγχος ή κατάθλιψη στους 12 μήνες (26%) σε σύγκριση με τους 6 μήνες (23%). Τα πιο συχνά συμπτώματα στους 12 μήνες ήταν κόπωση και μυϊκή αδυναμία. Το 1/3 περίπου των ασθενών συνέχισε να αναφέρει κάποιου βαθμού δύσπνοια. Συνολικά, οι ασθενείς ανέφεραν περισσότερα κινητικά προβλήματα, σωματικούς πόνους, άγχος ή κατάθλιψη και παρείχαν χαμηλότερες βαθμολογίες αυτοαξιολόγησης της ποιότητας ζωής τους συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου ίδιας ηλικίας. Σε σύγκριση με τους άνδρες, οι γυναίκες είχαν αυξημένες πιθανότητες να αισθάνονται κόπωση, μυϊκή αδυναμία, άγχος ή κατάθλιψη στους 12 μήνες. 88% των ασθενών που εργαζόταν πριν την COVID-19 είχαν επιστρέψει στην αρχική τους εργασία 1 έτος μετά τη νόσηση.

Τα ευρήματα της μελέτης αυτής υποδηλώνουν ότι η πλήρης ανάρρωση για πολλούς ασθενείς μετά από COVID-19 μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 1 έτος. Θα πρέπει σίγουρα να ληφθούν υπόψη από την πολιτεία για τον προγραμματισμό παροχής μακροχρόνιων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, αλλά και από τους πολίτες που πρέπει να κατανοήσουν τη σοβαρότητα της νόσου COVID-19, άμεσα και μακροπρόθεσμα.

https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(21)01755-4/fulltext


Σωματική και ψυχική υγεία στους εφήβους πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 στη Νορβηγία

Η πανδημία COVID-19 μπορεί να έχει πολύπλευρες επιπτώσεις τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική υγεία των εφήβων, οι οποίες είναι απόρροια όχι μόνο της λοίμωξης αλλά και των αλλαγών στον καθημερινό τρόπο ζωής. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα σχετικής μελέτης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open (JAMA Netw Open. 2021;4(8):e2121934) από τους J.Burdzovic Andreas από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας και G. Scott Brunborg από το Πανεπιστήμιο του Όσλο της Νορβηγίας. Ο σκοπός της προοπτικής μελέτης MyLife, που πραγματοποιήθηκε στη Νορβηγία, ήταν να εξετάσει παραμέτρους της σωματικής και ψυχικής υγείας των εφήβων πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, συμπεριλαμβανομένης της αγχώδους διαταραχής που σχετίζεται με την πανδημία. Η σύγκριση έγινε μεταξύ εφήβων που συμμετείχαν στη μελέτη μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου τα έτη 2018 και 2019 σε αντιδιαστολή με όσους συμμετείχαν στη μελέτη μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Για την ερμηνεία των δεδομένων σημειώνεται ότι οι έφηβοι στη Νορβηγία ξεκινάνε την πρώτη τάξη του λυκείου ή αλλιώς 11η τάξη σε ηλικία 16 ετών. Οι έφηβοι ερωτήθηκαν για πιθανά συμπτώματα κατάθλιψης με μια ειδική κλίμακα σε μορφή ερωτηματολογίου (Patient Health Questionnaire-9), τον αριθμό των στενών φίλων, τη σωματική τους υγεία και τη συμμετοχή σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες. Συνολικά συμμετείχαν 2536 έφηβοι (59% κορίτσια) από τους οποίους οι 1621 συμμετείχαν στη μελέτη πριν την πανδημία και οι 915 κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μεταξύ των τελευταίων, οι 158 (17.3%) ανέφεραν σημαντικό άγχος λόγω της πανδημίας. Συνολικά, η μοναδική στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων εφήβων ήταν η μικρότερη πιθανότητα συμμετοχής σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πανδημίας συγκριτικά με παλιότερα. Επιπλέον, στις υπο-αναλύσεις που πραγματοποίησαν οι ερευνητές ανευρέθη ότι οι έφηβοι με σημαντικό άγχος λόγω της πανδημίας ήταν πιθανότερο να αναφέρουν συμπτώματα που αντιστοιχούν σε κλινικά έκδηλη καταθλιπτική συνδρομή καθώς και μειωμένους δείκτες σωματικής υγείας συγκριτικά με τους εφήβους πριν από την πανδημία. Συμπερασματικά, τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης υποδηλώνουν την αναγκαιότητα να εντοπίσουμε την ομάδα των εφήβων που εμφανίζουν δυσανάλογα υπέρμετρο άγχος λόγω της πανδημίας και να λάβουμε μέτρα ώστε να μετριάσουμε τον αντίκτυπο της COVID-19.