Συχνά ερωτήματα σχετικά με τη δεύτερη δόση του εμβολίου για τον SARS-CoV-2

Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), απαντούν σε συχνά ερωτήματα σχετικά με τη δεύτερη δόση του εμβολίου για τον SARS-CoV-2.  

Πόσο κακό ή καλό είναι που καθυστέρησα την δεύτερη δόση του εμβολίου μου;

Η βέλτιστη χρονική απόσταση των δόσεων των εμβολίων ώστε να αναπτυχθεί η μέγιστη δυνατή ανοσία έχει μελετηθεί εκτεταμένα. Βασικές αρχές ανοσολογίας λένε ότι μεταξύ πρώτης και ενισχυτικής δόσης θα πρέπει να υπάρχει ένα χρονικό διάστημα 2-3 μηνών καθότι τα Τ-κύτταρα μνήμης με υψηλή πολλαπλασιαστική ικανότητα χρειάζονται αρκετές εβδομάδες για να μορφοποιηθούν. Ομοίως τα Β κύτταρα μνήμης χρειάζονται μερικούς μήνες για να αναπτυχθούν. Μαθηματικά μοντέλα με βάση τις ανοσολογικές αποκρίσεις σε πειραματόζωα, προτείνουν ότι η ενισχυτική δόση οποιουδήποτε εμβολίου αναμένεται να έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν χορηγηθεί 45 με 90 ημέρες μετά την πρώτη δόση.   

Το χρονικό διάστημα μεταξύ των δόσεων

Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα προτεινόμενα χρονικά διαστήματα μεταξύ των δόσεων των εμβολίων είναι τα ελάχιστα που θα πρέπει να ακολουθούνται ώστε να επιτευχθεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα ανοσίας. Για παράδειγμα αν ένας εμβολιασμός απαιτεί 2 δόσεις, οι οποίες έχουν απόσταση μεταξύ τους 1 μήνα, τότε αν η δεύτερη δόση δεν γίνει στο μήνα, μπορεί να ολοκληρωθεί οποτεδήποτε, ακόμα και μήνες ή χρόνια μετά, ώστε να θεωρηθεί ο εμβολιασμός πλήρης. Σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να ξανα-ξεκινήσει το εμβολιαστικό σχήμα. Η αρχή αυτή της ανοσοποιήσης εφαρμόζεται σε όλους τους εμβολιασμούς και είναι καταγεγραμμένη τόσο στις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, του CDC όσο και του πράσινου βιβλίου ανοσοποίησης του PHE.

Η ανοσολογική απάντηση είναι καλύτερη μετά από καθυστέρηση της δεύτερης δόσης

Επιπλέον των βασικών αρχών ανοσοποίησης, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι η καθυστέρηση της δεύτερης δόσης στα υπάρχοντα εμβολιαστικά σχήματα COVID-19 οδηγεί σε καλύτερη ανοσολογική απάντηση. Ακόμα μία πρόσφατη μελέτη στο Lancet έρχεται να επικυρώσει τα ευρήματα άλλων μελετών ότι το ανοσολογικό προφίλ της απόκρισης μετά από καθυστέρηση της δεύτερης δόσης είναι σημαντικά καλύτερο από ότι αν η δόση είχε ολοκληρωθεί στο προτεινόμενο χρονικό διάστημα. Τα ευρήματα αφορούσαν το εμβόλιο της Οξφόρδης και έδειξαν ότι μία καθυστερημένη τρίτη δόση οδήγησε σε ακόμα ισχυρότερες ανοσολογικές αποκρίσεις τόσο σε επίπεδο αντισωμάτων όσο και σε επίπεδο κυτταρικής ανοσίας. 

Ερώτηση: Άργησα να κάνω την δεύτερη δόση του εμβολίου της COVID-19 για λόγους προσωπικούς. Μήπως δεν έχω επαρκή ανοσία;
Απάντηση: Έχετε επαρκή ανοσία και πιθανώς καλύτερη από αν το είχατε ολοκληρώσει στο προτεινόμενο χρονικό διάστημα. Η ανοσία είναι επαρκής και ο εμβολιασμός θεωρείται πλήρης οποτεδήποτε ολοκληρωθεί η δεύτερη δόση μετά από το προτεινόμενο χρονικό διάστημα.

Ερώτηση: Για λόγους προσωπικούς δεν προλαβαίνω να κάνω την δεύτερη δόση στο προτεινόμενο χρονικό διάστημα. Μήπως να αναβάλω τον εμβολιασμό μου μέχρι να μπορώ να έχω και τα 2 ραντεβού στο προτεινόμενο χρονικό διάστημα;
Απάντηση: Δεν υπάρχει λόγος να αναβάλλετε το ραντεβού σας με την πρώτη δόση του εμβολίου. Το προτεινόμενο χρονικό διάστημα είναι το ελάχιστο. Θα πρέπει να προχωρήσετε στην πρώτη δόση το δυνατό συντομότερο ενώ μπορείτε να ολοκληρώσετε τη δεύτερη δόση αργότερα. Οι βασικές αρχές ανοσοποίησης λένε ότι το αποτέλεσμα θα είναι τουλάχιστον το ίδιο με το αν είχε ολοκληρωθεί στο προτεινόμενο χρονικό διάστημα, ενώ οι πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι θα έχετε σημαντικά καλύτερη προστασία.


Όσο αυξάνουν τα κρούσματα λόγω κυριαρχίας του στελέχους Δέλτα η ιχνηλάτηση επαφών ανακτά κεντρικό ρόλο στον έλεγχο της πανδημίας

Σε πρόσφατο άρθρο στο webMD αναφέρεται η σημασία τη ς ιχνηλάτησης επαφών όσο τα κρούσματα αυξάνουν  λόγω κυριαρχίας του στελέχους Δέλτα. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ). 
 
Κατά διαστήματα όταν η πανδημία ήταν σε έξαρση, οι επαγγελματίες που πραγματοποιούσαν ιχνηλάτηση επαφών για το Τμήμα Δημόσιας Υγείας της Κομητείας του Λος Άντζελες, συχνά επικοινωνούσαν με περισσότερους από 100 ανθρώπους την ημέρα. Μόλις επεκτάθηκαν οι εμβολιασμοί έναντι του COVID-19 και τα κρούσματα μειώθηκαν σημαντικά, η ιχνηλάτηση επαφών περιελάμβανε όλο και λιγότερα άτομα. 
 
Το τελευταίο διάστημα που κυριαρχεί το στέλεχος Δέλτα και προκαλεί σημαντική αύξηση στον αριθμό των κρουσμάτων, οι εργαζόμενοι στον κλάδο της δημόσιας υγείας και ειδικότερα στην ιχνηλάτηση επαφών έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα. 
 
Η ιχνηλάτηση - η διαδικασία, δηλαδή, που περιλαμβάνει τον εντοπισμό των ατόμων που πιθανόν έχουν εκτεθεί σε ένα κρούσμα καθώς και την ενημέρωσή τους ότι πρέπει να τεθούν σε καραντίνα και να πραγματοποιήσουν διαγνωστικό έλεγχο - έχει επιστρέψει πιο ενεργά τους τελευταίους μήνες ως στρατηγική ελέγχου της πανδημίας, ενώ οι ειδικοί θεωρούν ότι θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω.
 
Επίσης μερικοί θεωρούν ότι θα πρέπει να η διαδικασία της ιχνηλάτησης να τροποποιηθεί  και να συμπεριλάβει διαγνωστικούς ελέγχους και εμβολιασμούς.
 
«Η ιχνηλάτηση επαφών είναι κάτι πιο σύνθετο από τον εντοπισμό ενός ατόμου και τη συμβουλευτική να τεθεί σε καραντίνα», αναφέρει η True Beck, υπεύθυνη στην υπηρεσία Δημόσιας Υγείας για τον COVID-19 στην Κομητείας του Λος Άντζελες. Ιδανικά, λέει, ξεκινά με τηλεφωνική κλήση από ένα άτομο που είναι σε θέση να εξατομικεύσει τη συμβουλευτική.

Πόσο μπορεί να βοηθήσει η ιχνηλάτηση επαφών;
«Οποιαδήποτε βαθμός εντοπισμού επαφών μπορεί να βοηθήσει στη διακοπή της αλυσίδας μετάδοσης», αναφέρει ο Amesh Adalja, MD, από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη.

Η έλλειψη χρηματοδότησης παρόλα αυτά αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο. «Οι υποδομές δημόσιας υγείας δεν έχουν χρηματοδοτηθεί επαρκώς εδώ και δεκαετίες», αναφέρει, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι υπάρχουν δυσκολίες στην παρούσα κατάσταση.

Ο ίδιος τονίζει ότι «Η έλλειψη συνεργασίας στα τηλεφωνήματα ήταν πιθανότατα το αποτέλεσμα των θεωριών συνωμοσίας σχετικά με θέματα ιδιωτικότητας που τέθηκαν από το πρώτο διάστημα».

Παρόλο που το στέλεχος Δέλτα είναι δύο φορές πιο μολυσματικό από τα αρχικά, η ιχνηλάτηση επαφών μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο της διασποράς.

Η έρευνα με προηγούμενα στελέχη έδειξε ότι ο αποτελεσματικός εντοπισμός  επαφών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των μεταδόσεων κατά 3 έως 4 φορές. Θα αναμέναμε παρόμοια μείωση και για τα στελέχη Δέλτα, αλλά η συνολική μείωση της διασποράς δεν θα ήταν τόσο μεγάλη. 
 
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν επιδιώκουμε μηδενικό αριθμό κρουσμάτων. Το ζητούμενο είναι να επιτύχουμε καταστολή της διασποράς μεταξύ των μη εμβολιασμένων.