Μόλυνση από με τον ιό SARS-CoV-2 σε παιδιατρικούς ασθενείς με καρκίνο

Αν και τα παγκόσμια δεδομένα έχουν καταδείξει την ηπιότερη πορεία της SARS–CoV-2 λοίμωξης στον παιδιατρικό πληθυσμό, ειδικές κατηγορίες ασθενών, όπως τα παιδιά με νεοπλασματικά νοσήματα παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο για σοβαρή νόσηση.

Ο Καθηγητής Παιδιατρικής - Παιδιατρικής Αιματολογίας-Ογκολογίας Αντώνης Καττάμης και η Επιστημονικός Συνεργάτης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπυριδούλα Χατζηνικολάου αναφέρουν ότι σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Oncology με τίτλο ‘ Characteristics, Effects, and Outcomes of SARS–CoV-2 infection in Pediatric Patients with Cancer’ μελετήθηκαν τα χαρακτηριστικά, η ανταπόκριση στη θεραπεία και η πορεία των παιδιατρικών ογκολογικών ασθενών που έχουν προσβληθεί από τον ιό SARS-CoV-2.

Πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης 917 παιδιατρικών ασθενών ηλικίας μικρότερης από τα 21 έτη με αιματολογική κακοήθεια ή συμπαγή όγκο, οι οποίοι λάμβαναν αντικαρκινική αγωγή και μολύνθηκαν από τον SΑRS-CoV-2 από την αρχή της πανδημίας μέχρι το Φεβρουάριο του 2021.

Η μέση ηλικία των ασθενών που μολύνθηκαν ήταν τα 10,8 έτη, το 92,0% είχαν λάβει αντικαρκινική αγωγή μέχρι και 90 ημέρες πριν από τη διάγνωση της λοίμωξης και το 32% του πληθυσμού έπασχε από συννοσηρότητες οι οποίες δεν είχαν σχέση με τον καρκίνο.

Από τα αποτελέσματα της μελέτης, σημαντικό είναι να αναφερθεί πως συμπτωματική λοίμωξη εμφάνισε το 64.1 % , με τους αιματολογικούς ασθενείς να βρίσκονται σε σχετικά μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης συμπτωμάτων από ότι οι ασθενείς με συμπαγή όγκο (67.3% έναντί του 58.0%) . Από τα συμπτωματικά παιδιά, το 31,2% νοσηλεύθηκαν, 10,9% χρειάστηκαν αναπνευστική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της νοσηλείας, 9,2% εισήχθησαν σε ΜΕΘ και το 1,6% έχασε τη ζωή του λόγω SARS-CoV-2, αποδεικνύοντας τη σοβαρότερη πορεία της λοίμωξης σε παιδιά με καρκίνο συγκριτικά με το γενικό παιδιατρικό πληθυσμό.

Ασθενείς με συννοσηρότητες παρουσίασαν δυσμενέστερη κλινική πορεία ( αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας) καθώς επίσης και ασθενείς άνω των 11 ετών με αιματολογική κακοήθεια (adjusted RR = 1.6, 95% CI = 1.3–2.1) και συνοδό ουδετεροπενία ( με απόλυτο αριθμό ουδετερόφιλων 0 - 499/μL )

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά στη διαχείριση των παιδιατρικών ασθενών είτε σε εξωτερική βάση είτε εντός του νοσοκομείου. Θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην καθοδήγηση των οικογενειών ως προς τον κίνδυνο λοίμωξης των παιδιών αλλά και της κοινότητας όσον αφορά την προτεραιοποίηση στον εμβολιασμό σε συγκεκριμένους παιδιατρικούς πληθυσμούς.


ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΦΑΣΗΣ 3 ΤΟΥ ΕΜΒΟΛΙΟΥ MODERNA ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ ΔΕΛΤΑ

Η εμφάνιση του στελέχους δέλτα στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία έξαρση των κρουσμάτων στις αρχές του Ιουλίου 2021. Έτσι μελετήθηκε στην περίοδο 1 Ιούλιου έως 27 Αυγούστου 2021 η επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 στην ομάδα των 14746 ατόμων που αρχικά έλαβε το εμβόλιο της εταιρείας Moderna στην εγκριτική του μελέτη COVE  και εμβολιάστηκε την περίοδο Ιούλιος-Δεκέμβριος 2020 και στην ομάδα των 11431 ατόμων που αρχικά έλαβε placebo και εμβολιάστηκε μετά, στην περίοδο Δεκέμβριος 2020-Απρίλιος 2021. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο διεθνές περιοδικό NEJM. Οι Iατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης. Μέχρι τις 30 Ιουνίου η επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες (9,4 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωπόετη), αλλά στην τυχαιοποιημένη περίοδο έως το Δεκέμβριο του 2020 η επίπτωση ήταν σημαντικά μικρότερη στην ομάδα που έλαβε το εμβόλιο σε σχέση με την ομάδα του placebo (11,8 περιπτώσεις έναντι 148,8 ανά 1000 ανθρωποέτη). Στην περίοδο της ανάλυσης Ιούλιος-Αύγουστος 2021 περιγράφηκαν 162 περιπτώσεις λοίμωξης στην ομάδα που εμβολιάστηκε πρώτη, στο 97% των οποίων ανιχνεύθηκε το στέλεχος δέλτα, και 88 στην ομάδα που εμβολιάστηκε μετά την έγκριση του φαρμάκου, 99% των οποίων αφορά το στέλεχος δέλτα. Η επίπτωση της νόσου ήταν χαμηλότερη στην ομάδα που εμβολιάστηκε δεύτερη (49 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωποέτη), σε σχέση με την πρώτη ομάδα (77,1 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωποέτη), με μία σχετική διαφορά 36,4% στους ρυθμούς επίπτωσης. Η διαφορά αυτή παρατηρήθηκε ακόμα και όταν τα δεδομένα προσαρμόστηκαν με βάση την ηλικία, την εργασία και τους παράγοντες κινδύνου για σοβαρότερη νόσο. Περιγράφηκαν 13 περιπτώσεις πιο σοβαρής νόσου COVID-19 στην πρώτη ομάδα και 3 νοσηλείες και 6 στην δεύτερη χωρίς νοσηλεία, με διαφορά 46%. Συμπερασματικά, η επίπτωση της νόσου ήταν μικρότερη σε όσους εμβολιάστηκαν πιο πρόσφατα την περίοδο που το στέλεχος δέλτα ήταν το επικρατόν. Τα αποτελέσματα αυτά επηρεάστηκαν και από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ασθενών που νόσησε ήταν νεότεροι, οπότε έχουν και διαφορετική συμπεριφορά στη τήρηση μέτρων πρόληψης. Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν μία πιθανή μείωση της ανοσίας με το χρόνο και συνηγορούν υπέρ της πιθανής ανάγκης ενισχυτικών δόσεων με την πάροδο του χρόνου.