Ο εμβολιασμός με το BNT162b2 δε σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο και πνευμονική εμβολή εντός 14 ημερών από το εμβόλιο

Η αξιολόγηση της ασφάλειας του εμβολίου BNT162b2 (Pfizer/BioNTech) σε άτομα άνω των 75 ετών έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα αντιπροσωπεύτηκε σε μικρό βαθμό στις κλινικές μελέτες φάσης 3 που οδήγησαν στην έγκριση του εμβολίου έναντι της COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα ευρήματα της σχετικής δημοσίευσης των Marie Joella Jabagi και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση JAMA 2022;327(1):80-82. Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα για όλους τους ασθενείς ηλικίας 75 ετών και άνω οι οποίοι νοσηλεύτηκαν μεταξύ 15 Δεκεμβρίου 2020 και 30 Απριλίου 2021 από το Εθνικό Σύστημα Δεδομένων Υγείας της Γαλλίας και τη Γαλλική Βάση Δεδομένων Εμβολιασμού έναντι της COVID-19. Μέχρι τις 30 Απριλίου 2021, σχεδόν 3,9 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω είχαν λάβει τουλάχιστον 1 δόση του BNT162b2 και 3,2 εκατομμύρια είχαν λάβει 2 δόσεις του εμβολίου. Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, 11.113 άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω νοσηλεύτηκαν λόγω οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου, 17.014 λόγω ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου, 4.804 λόγω αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου και 7.221 λόγω πνευμονικής εμβολής. Από αυτούς, τουλάχιστον μία δόση εμβολίου είχε λάβει το 58.6%, 54%, 42.7% και 55.3%, αντίστοιχα. Κατά το χρονικό διάστημα των 14 ημερών μετά τη λήψη κάθε εμβολιαστικής δόσης (είτε μετά την 1η δόση είτε μετά τη 2η δόση), δεν αυξήθηκε σημαντικά ο κίνδυνος για κανένα από τα υπό αξιολόγηση αποτελέσματα (έμφραγμα του μυοκαρδίου, ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, αιμορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πνευμονική εμβολή). Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος αυτών των συμβαμάτων ούτε όταν πραγματοποιήθηκε υπο-ανάλυση για το χρονικό διάστημα της 1ης και 2ης εβδομάδας μετά την κάθε εμβολιαστική δόση ξεχωριστά. Συμπερασματικά, ο εμβολιασμός με το BNT162b2 δεν οδήγησε σε αύξηση του κινδύνου για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο και πνευμονική εμβολή εντός 14 ημερών από το εμβόλιο σε ενήλικες 75 ετών και άνω.


Η COVID-19 αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη στα παιδιά

Έχει φανεί από νωρίς ότι η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει τον κίνδυνο για COVID-19, ενώ επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της νόσου. Πράγματι, αρκετές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η αναλογία ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη είναι μεγαλύτερη μεταξύ αυτών με σοβαρή COVID-19, εκείνων δηλαδή που χρειάζονται νοσηλεία σε νοσοκομείο ή διασωλήνωση. Επίσης, υψηλά ποσοστά σακχαρώδη διαβήτη έχουν καταγραφεί μεταξύ ασθενών που κατέληξαν από COVID-19. Ενδιαφέρον έχει ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της γλυκαιμικής ρύθμισης και της σοβαρότητας της νόσου. Ο κίνδυνος για σοβαρή COVID-19 είναι υψηλότερος σε άτομα με υψηλή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) πριν από τη λοίμωξη. Όταν η HbA1c μειώνεται, ο κίνδυνος για εμφάνιση σοβαρής νόσησης μειώνεται επίσης.

Από την άλλη, έχει φανεί ότι η νόσος COVID-19 μπορεί να απορρυθμίσει το μεταβολισμό της γλυκόζης ειδικά σε άτομα με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη ή προδιάθεση για διαβήτη. Υπήρχαν κάποιες ενδείξεις και ανησυχίες για την πιθανότητα εμφάνισης νέων περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη. Μια πολύ πρόσφατη μελέτη του CDC στις ΗΠΑ φαίνεται να επιβεβαιώνει τις ανησυχίες αυτές και μάλιστα στα παιδιά. Οι Ιατροί του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Βάνα Παπαευαγγέλου (Καθηγήτρια Παιδιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.

https://www.cdc.gov/mmwr/volumes/71/wr/mm7102e2.htm?s_cid=mm7102e2_w

Για την αξιολόγηση του κινδύνου για οποιαδήποτε νέα διάγνωση διαβήτη (τύπου 1, τύπου 2 ή άλλου τύπου) σε διάστημα >30 ημερών μετά από οξεία μόλυνση με SARS-CoV-2, το CDC υπολόγισε τη συχνότητα διαβήτη σε ασθενείς ηλικίας <18 ετών με χρήση ηλεκτρονικών δεδομένων υγείας. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική βάση IQVIA (80.893 ασθενείς με COVID-19, μέση ηλικία 12,3 έτη, 50,1% κορίτσια) για το διάστημα 1 Μαρτίου 2020 ως 26 Φεβρουαρίου 2021 και η ηλεκτρονική βάση HealthVerity (439.439 ασθενείς με COVID-19, μέση ηλικία 12,7 έτη, 50,1% κορίτσια) για το διάστημα 1 Μαρτίου 2020 ως 28 Ιουνίου 2021. Τα στοιχεία που προέκυψαν συγκρίθηκαν με τη συχνότητα νέας διάγνωσης σακχαρώδη διαβήτη μεταξύ ατόμων ίδιας ηλικίας και φύλου που α) δεν είχαν διάγνωση COVID-19 κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή β) που είχαν προπανδημική διάγνωση οξείας αναπνευστικής λοίμωξης αλλά όχι λόγω COVID-19.

Η συχνότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη βρέθηκε σημαντικά υψηλότερη μεταξύ αυτών με COVID-19 σε σύγκριση με άτομα: 1) χωρίς COVID-19 και στις δύο βάσεις δεδομένων (IQVIA: αναλογία κινδύνου [HR] = 2,66, 95% CI 1,98-3,56, HealthVerity: HR = 1,31, 95% CI 1,20–1,44) και 2) με λοίμωξη αναπνευστικού χωρίς COVID-19 στη μία βάση (IQVIA: HR = 2,16, 95% CI 1,64–2,86). Με άλλα λόγια, η μία βάση κατέδειξε 166% υψηλότερο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη στην ομάδα που νόσησε από COVID-19 και η δεύτερη βάση 31% υψηλότερο κίνδυνο. Ενδιαφέρον έχει ότι εμφανίστηκαν νέες περιπτώσεις τόσο τύπου 1 όσο και τύπου 2 διαβήτη. Οι πιθανοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί είναι περίπλοκοι και σίγουρα διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο διαβήτη.

Ο παρατηρούμενος αυξημένος κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη μεταξύ ατόμων ηλικίας <18 ετών που εμφάνισαν COVID-19 υπογραμμίζει τη σημασία των στρατηγικών πρόληψης έναντι της COVID-19, όπως ο εμβολιασμός. Επιπρόσθετα, η παρακολούθηση για μακροπρόθεσμες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού της γλυκόζης, μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2 καθίσταται ιδιαιτέρως σημαντική, ειδικά για αυτή την ηλικιακή ομάδα.