Περισσότεροι από 1.2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους παγκοσμίως από βακτηριακές λοιμώξεις λόγω αντοχής στα αντιβιοτικά

Η μικροβιακή αντοχή (AMR) αποτελεί σημαντική αιτία θανάτου παγκοσμίως, ξεπερνώντας τον ετήσιο αριθμό θανάτων από AIDS ή ελονοσία, σύμφωνα με την πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση της μικροβιακής αντοχής που έχει δημοσιευθεί μέχρι σήμερα. Πρόσφατη δημοσίευση στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Lancet αναφέρει ότι περισσότεροι από 1.2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους παγκοσμίως από βακτηριακές λοιμώξεις λόγω αντοχής στα αντιβιοτικά. Η εκτίμηση των παγκόσμιων θανάτων από μικροβιακή αντοχή, βασίζεται σε ανάλυση 204 χωρών από μια ομάδα διεθνών ερευνητών, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον των ΗΠΑ. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη μελέτη είναι εντυπωσιακά: το 2019, οι θάνατοι 4,95 εκατομμυρίων ανθρώπων συσχετίστηκαν με ανθεκτικές στα φάρμακα βακτηριακές λοιμώξεις ενώ 1,27 εκατομμύρια θάνατοι προκλήθηκαν άμεσα από τη μικροβιακή αντοχή. Οι φτωχότερες χώρες πλήττονται περισσότερο λόγω υψηλού ποσοστού λοιμώξεων και της μειωμένης πρόσβασης στα αντιβιοτικά, ωστόσο η μικροβιακή αντοχή απειλεί την υγεία όλων μας.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελένη Κορομπόκη και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι η επείγουσα ανάπτυξη νέων φαρμάκων αλλά και λελογισμένη χρήση των διαθέσιμων αντιβιοτικών είναι απαραίτητες για την προστασία από την ανάπτυξη μικροβιακής αντοχής.

Η κατάχρηση αντιβιοτικών τα τελευταία χρόνια για ήπιες λοιμώξεις οδηγεί σε μειωμένη αποτελεσματικότητα έναντι των σοβαρών λοιμώξεων. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από κοινές, προηγουμένως θεραπεύσιμες λοιμώξεις επειδή τα βακτήρια που τις προκαλούν έχουν γίνει πλέον ανθεκτικά στη θεραπεία. Η πανδημία COVID-19 θα μπορούσε ακόμη και να επιταχύνει το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής λόγω κατάχρησης αντιβιοτικών και παρατεταμένης παραμονής στα νοσοκομεία. Το γεγονός αυτό απαιτεί να κλιμακωθούν επειγόντως οι δράσεις για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής.

Αξιωματούχοι υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου προειδοποίησαν πρόσφατα ότι η μικροβιακή αντοχή είναι μια «κρυφή πανδημία» που θα μπορούσε να προκύψει μετά τον Covid-19, εάν δεν χορηγούνται συνετά τα αντιβιοτικά.

Ο καθηγητής Chris Murray, από το Ινστιτούτο Αξιολόγησης της Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, αναφέρει ότι τα νέα δεδομένα αποκάλυψαν την πραγματική κλίμακα του προβλήματος παγκοσμίως και ήταν ένα σαφές μήνυμα για άμεση δράση εάν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το μείζων ζήτημα της μικροβιακής αντοχής. Άλλοι ειδικοί επισημαίνουν ότι είναι απαραίτητη η καλύτερη παρακολούθηση των επιπέδων αντοχής σε διαφορετικές χώρες και περιοχές. Ο Δρ Ramanan Laxminarayan, από το Κέντρο Οικονομικών και Πολιτικών Υγείας, στην Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι οι παγκόσμιες δαπάνες για την αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής πρέπει να αυξηθούν σε επίπεδα που δαπανώνται για άλλες ασθένειες. Οι δαπάνες θα πρέπει να κατευθύνονται αρχικά για την πρόληψη των λοιμώξεων, διασφαλίζοντας ότι τα υπάρχοντα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται κατάλληλα και συνετά, αλλά και στην ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών.

Οι εθνικοί ηγέτες έχουν πλέον την υποχρέωση να μεταφέρουν το ζήτημα της μικροβιακής αντοχής σε υψηλότερη θέση στις πολιτικές τους ατζέντες. Θα πρέπει να επιταχυνθούν οι ερευνητικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση των κενών στη γνώση και την καινοτομία και για την ενημέρωση των πολιτικών υγείας και της κλινικής πρακτικής. Πάνω απ' όλα, η μικροβιακή αντοχή στα αντιβιοτικά πρέπει να θεωρηθεί παγκόσμιο ζήτημα, το οποίο χρειάζεται ένα παγκοσμίως συνεκτικό σχέδιο με μια ενιαία προσέγγιση πολιτικών υγείας.

Η μάχη των φύλων και ο κορωνοϊός

Σε ένα πρόσφατο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό The Lancet Diabetes & Endocrinology, ανασκοπούνται λεπτομερώς οι διαφορές των δύο φύλων, γυναικών και αντρών, σε σχέση με την COVID-19. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία του άρθρου αυτού.

https://www.thelancet.com/journals/landia/article/PIIS2213-8587(21)00346-6/fulltext

Τα επιδημιολογικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η σοβαρότητα και η θνησιμότητα της COVID-19 είναι υψηλότερη στους άντρες συγκριτικά με τις γυναίκες. Από την άλλη, οι γυναίκες φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επαναμόλυνσης από κορωνοϊό. Επίσης, η εμφάνιση συμπτωμάτων σε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη λοίμωξη, μια κατάσταση που είναι γνωστή ως long COVID, είναι συνηθέστερη στις γυναίκες από ότι στους άντρες. Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι οι γυναίκες φαίνεται να παρουσιάζουν συχνότερα ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τον εμβολιασμό έναντι COVID-19.

Σε τι διαφέρουν οι άντρες από τις γυναίκες από φυσιολογικής πλευράς; Κατ’ αρχάς, τα δύο φύλα διαφέρουμε σε ένα από τα 23 ζευγάρια χρωμοσωμάτων μας (ΧΥ για τους άνδρες και ΧΧ για τις γυναίκες), δηλαδή ξεκινάμε με διαφορές στην έκφραση μερικών γονιδίων. Κάποια από αυτά ευθύνονται και για τους διαφορετικούς γεννητικούς αδένες μας (όρχεις στους άνδρες, ωοθήκες στις γυναίκες), που με τη σειρά τους εκκρίνουν σε διαφορετικές συγκεντρώσεις τις ορμόνες του φύλου από την εφηβεία και μετά. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουμε και ανδρογόνα και οιστρογόνα, όμως στους άντρες προεξάρχουν τα ανδρογόνα και στις γυναίκες τα οιστρογόνα. Δεν είναι όμως μόνο γενετικές και ορμονικές οι διαφορές των δύο φύλων. Σε πολλές κοινωνίες μπορεί να διαφέρει αρκετά ο τρόπος ζωής και οι συνήθειες, όπως το κάπνισμα, η διατροφή και η κατανάλωση αλκοόλ. Το βιολογικό φύλο μάλιστα συνδέεται με διαφορά και στη διάρκεια ζωής των ανθρώπων, με υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης για τις γυναίκες.

Πώς οι ανωτέρω διαφορές εκφράζονται στην περίπτωση της COVID-19; Το γενικότερα μικρότερο προσδόκιμο ζωής στους άντρες έχει ήδη αποκλειστεί ως κύριος παράγοντες αυξημένης θνησιμότητάς τους λόγω COVID-19. Γνωρίζουμε όμως ότι ασθενείς με συννοσηρότητες, όπως σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση και καρδιαγγειακή νόσο, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης και οι άνδρες παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες για αυτές σε σύγκριση με τις γυναίκες. Υπάρχουν εγγενείς, εξαρτώμενες από τις συγκεντρώσεις των ορμονών του φύλου, διακριτές διαφορές στη μεταβολική ρύθμιση, συμπεριλαμβανομένων της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και του μεταβολισμού των λιπιδίων. Αυτές οι διαφορές είναι ιδιαιτέρως εμφανείς πριν την ηλικία εμμηνόπαυσης. Οι γυναίκες έχουν και χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε σύγκριση με τους άνδρες ίδιας ηλικίας, ενώ ο κίνδυνος αυτός εξομοιώνεται κάπως μετά την εμμηνόπαυση. Έτσι, τα οιστρογόνα θεωρείται ότι έχουν γενικά προστατευτικό ρόλο στο μεταβολισμό και στο καρδιαγγειακό σύστημα.

Οι ορμονικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων φαίνεται ότι επηρεάζουν σημαντικά και την απόκρισή μας στο στρες, που είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό ορμονική, καθώς και τις φλεγμονώδεις διεργασίες που ακολουθούν. Ακόμη, είναι πιθανό τα δύο φύλα να παρουσιάζουμε διαφορές σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο σύνδεσης ή πολλαπλασιασμού του ιού, που βασίζονται σε γενετικές ή και ορμονικές διαφορές. Για παράδειγμα, συγκεκριμένα γονίδια που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ. TLR4, TLR7, TLR8) εδράζονται στο χρωμόσωμα Χ. Επιπλέον, το γονίδιο που κωδικοποιεί για τον κύριο υποδοχέα (ACE2) του κορωνοϊού εκφράζεται στο χρωμόσωμα Χ επίσης, σε περιοχές που συνήθως διαφεύγουν της αδρανοποίησης ενός χρωμοσώματος Χ στα κύτταρα XX. Εκτός από τον ACE2, ο SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί και τον DPP4 ως συν-υποδοχέα. Πειραματικά δεδομένα έχουν δείξει ότι η έκθεση σε οιστρογόνα μπορεί να μειώνει τη δραστηριότητα του DPP4.

Συμπερασματικά, τα δύο φύλα παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σχετικά με την COVID-19, που μπορούν εν μέρει να εξηγηθούν. Οι διαφορές αυτές μεταξύ αντρών και γυναικών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη θεραπεία και στην παρακολούθηση των ασθενών, αλλά πιθανότατα και στη χάραξη των πολιτικών δημόσιας υγείας για τον κορωνοϊό.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: