Παγκόσμια Ημέρα Δασών και Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η  Παγκόσμια Ημέρα Δασών εορτάζεται την 21η Μαρτίου κάθε έτους από το 1971 από όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) επέλεξε την πρώτη ημέρα της άνοιξης, η οποία συμπίπτει και με την έναρξη της εαρινής ισημερίας, ως «Παγκόσμια Ημέρα Δασοπονίας».

Η Καθηγήτρια Μαργαρίτα Αριανούτσου  και ο Καθηγητής Αριστείδης Παρμακέλης του Τμήματος Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με την ευκαιρία αυτής της επετείου αναφέρουν ότι τα δασικά οικοσυστήματα της χώρας μας αποτελούν περίπου το 50% της έκτασής της. Σε αυτά, ανάλογα με το κυρίαρχο δενδρώδες είδος, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους παρακάτω κύριους τύπους:

  • Δάση Μεσογειακών Πεύκων χαμηλού υψομέτρου (Pinushalepensis, Pinus brutia)
  • ΔάσηΔρυών (Quercus frainetto, Quercus pubescens, Quercus petraea)
  • ΔάσηΟξιάς (Fagus sylvatica)
  • ΔάσηΕλάτης (Abies cephalonica / Abies borisssi-regis)
  • Δάση Μαύρης Πεύκης (Pinusnigra)
  • Δάση Ερυθρελάτης και Δασικής Πεύκης (Piceaabies / Pinus sylvestris)

Τα φυσικά δάση P. halepensis (Χαλεπίου πεύκης) απαντούν στη δυτική Ελλάδα, στην Αττική και στην Πελοπόννησο, ενώ τα δάση αυτοφυούς P. brutia (τραχείας πεύκης) στην ανατολική χώρα και στην Κρήτη. Αντίστοιχα, τα δάση της ενδημικής A. cephalonica (Κεφαλληνιακή ελάτης) απαντούν στα νησιά του Ιονίου, στην Εύβοια, στην Αττική, στην Πελοπόννησο, ενώ της A. borisssi-regis (υβριδογενούς ελάτης) στη Βόρεια και Δυτική Ελλάδα.

Η βιοποικιλότητα των χερσαίων οικοσυστημάτων της χώρας είναι ιδιαίτερα πλούσια. Αξίζει να αναφερθεί πως η ελληνική χλωρίδα εμφανίζει ένα ποσοστό ενδημισμού γύρω στο 22%, με σημαντικό αριθμό αυτών των ειδών να εντοπίζεται στη νότια Ελλάδα. Η Πελοπόννησος και η Κρήτη κρατούν τα πρωτεία σε αυτόν. Σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις οι θερμές περιοχές βιοποικιλότητας και τα κέντρα ενδημισμού της χλωρίδας της Ελλάδας εντοπίζονται στις ορεινές περιοχές. Αντίστοιχα και η ποικιλότητα της πανίδας της Ελλάδας την καθιστούν μια από τις πλουσιότερες της Ευρώπης. Το ποσοστό ενδημισμού της πανίδας της Ελλάδας παρουσιάζει ανάλογο γεωγραφικό πρότυπο, με τα περισσότερα ενδημικά είδη να καταγράφονται στην Πελοπόννησο και την Κρήτη.

Τα δασικά οικοσυστήματα παρέχουν ζωτικής σημασίας οικοσυστημικές υπηρεσίες (προστασία εδάφους και υδατικών πόρων, ξυλεία, τρόφιμα, φάρμακα, σταθεροποίηση και ρύθμιση του κλίματος, αναψυχή κ.ά.), αλλά ταυτόχρονα δέχονται και πλήθος πιέσεων, οι οποίες και αναμένεται να επιδεινωθούν υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη Μεσογειακή λεκάνη και τα μεσογειακού κλίματος οικοσυστήματα συνολικά, τα οποία και θεωρούνται ιδιαίτερα τρωτά στην κλιματική αλλαγή. Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα αναμένεται να ανταποκριθούν με διάφορους τρόπους στην κλιματική αλλαγή, με ορισμένα είδη, κυρίως των μεγαλύτερων υψομέτρων, να ευνοούνται από την προβλεπόμενη μακρύτερης διάρκειας αυξητική περίοδο. Ωστόσο, οι αναμενόμενες μειωμένες βροχοπτώσεις και τα μεγάλης έντασης και διάρκειας ακραία περιστατικά ξηρασίας αναμένεται να επιφέρουν μείωση της αύξησης των δασικών ειδών, αυξημένα περιστατικά θνησιμότητας, αλλά και αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών, παράγοντα που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για τα δασικά οικοσυστήματα της χώρας.

Πολύ σημαντικές αναμένεται να είναι και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής  στη βιοποικιλότητα. Οι ήδη παρατηρούμενες αλλαγές στις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες επιφέρουν αλλαγές στα πρότυπα υψομετρικής κατανομής των δασικών ειδών. Σε αρκετές ορεινές περιοχές της Μεσογειακής λεκάνης παρατηρείται ήδη σταδιακή μετατόπιση δασικών ειδών προς μεγαλύτερα υψόμετρα, γεγονός, το οποίο αποδίδεται στην σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας αλλά και στις αλλαγές χρήσεων γης (μείωση της βόσκησης, εγκατάλειψη της ορεινής γεωργίας κ.λπ.). Στη χώρα μας έχουν ήδη καταγραφεί μεταβολές του δασοορίου σε διάφορους ορεινούς όγκους , όπως πχ στον Όλυμπο.

Είναι σημαντικό επίσης να αναφερθεί πως προβλέπεται μια σταδιακή επικράτηση των περισσότερων ξηροανθεκτικών δασικών ειδών, έναντι των λιγότερο ανθεκτικών, τα οποία αναμένεται να περιορίσουν την κατανομή τους στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Η επικράτηση θερμότερων συνθηκών στα μεγαλύτερα υψόμετρα μπορεί επίσης να οδηγήσει ακόμα και σε εξαφάνιση ειδών χλωρίδας που είναι ευαίσθητα στην ξηρασία και τις υψηλότερες θερμοκρασίες, με τη σταδιακή επικράτηση πιο ξηροανθεκτικών ειδών. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα, δεδομένου του μεγάλου αριθμού ενδημικών, προστατευόμενων και απειλούμενων ειδών που περιορίζονται στα μεγαλύτερα υψόμετρα των ορέων της χώρας.

Από όλα τα παραπάνω διαφαίνεται αφενός μεν η σπουδαιότητα των δασών της χώρας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημικών υπηρεσιών και αφετέρου η ανάγκη προληπτικής λήψης μέτρων και πρακτικών για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τον περιορισμό των προβλεπόμενων επιπτώσεών της.


Σπάνια και ήπια η μυοκαρδίτιδα μετά τη χορήγηση τρίτης δόσης εμβολίων mRNA έναντι του SARS-CoV-2  

Η χορήγηση εμβολίων mRNA έναντι του SARS-CoV-2 προλαμβάνει σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά τον κίνδυνο συμπτωματικής λοίμωξης, βαριάς νόσησης και διασωλήνωσης ως επιπλοκές της λοίμωξης COVID-19 σε παιδιά άνω των 5 ετών και ενήλικες. Τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η ασφάλεια των εμβολίων έχουν πλέον επιβεβαιωθεί σε εκατομμύρια εμβολιασμένων ατόμων ευρέως ηλικιακού φασματος. Παράλληλα, οι εθνικές και διεθνείς ρυθμιστικές αρχές, παρακολουθούν συνεχώς τις ανεπιθύμητες ενέργειες στον εμβολιαζόμενο πληθυσμό. Κατόπιν αναφορών προερχόμενες από εθνικές βάσεις καταγραφής έχουν δημοσιευθεί αρκετές σειρές ασθενών στις οποίες αναφέρεται ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας (φλεγμονής του μυοκαρδίου) ή περικαρδίτιδας (φλεγμονής της μεμβράνης η οποία επικαλύπτει την καρδιά) σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, κυρίως άνδρες, συνήθως εντός 7 ημερών μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης των εμβολίων mRNA BNTb162b (Pfizer vaccine) και mRNA-1273 (Moderna vaccine). Τα διαθέσιμα δεδομένα από την βάση καταγραφής ανεπιθύμητων ενεργειών εμβολίων (VAERS) των ΗΠΑ που συγκεντρώνουν αναφορές ιατρών αλλά και ασθενών, υπολόγισαν ότι η συχνότητα μυοκαρδίτιδας ήταν 70.7 περιστατικά ανά εκατομμύριο δόσεις BNTb162b στις ηλικίες 12 έως 15 ετών, 105.9 περιστατικά ανά εκατομμύριο δόσεις BNTb162b στις ηλικίες 16 και 17 ετών και 52.4 περιστατικά ανά εκατομμύριο δόσεις BNTb162b στις ηλικίες 18 έως 24 ετών. Το 82% των περιπτώσεων αναφέρθηκε σε άρρενες ενώ στις γυναίκες η συχνότητα υπολογίζεται σε 6.4 με 11 περιστατικά ανά εκατομμύριο δόσεις BNTb162b. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η μυοκαρδίτιδα/περικαρδίτιδα είτε είναι ασυμπτωματική είτε χαρακτηρίζεται από ήπια συμπτώματα τα οποία αποδράμουν αυτόματα χωρίς θεραπεία. Το ενθαρρυντικό στοιχείο ειναι ότι στα περισσότερα περιστατικά η καρδιακή λειτουργία (κλάσμα εξώθησης) παραμένει φυσιολογική ενώ ακόμη και σε αυτούς τους ασθενείς με μειωμένο κλάσμα η κατάσταση βελτιώνεται στα φυσιολογικά επίπεδα εντός δύο εβδομάδων. Μετά τα μέσα του 2021 και εξαιτίας της αύξησης των κρουσμάτων, εγκρίθηκε η χορήγηση τρίτης αναμνηστικής δόσης εμβολίου 3 μήνες μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού για όλους τους ενήλικες άνω των 18 ετών. Μία πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο περιοδικό Journal of American Medical Association (doi: 10.1001/jama.2022.4425) έδωσε πληροφορίες σχετικά με τη συχνότητα της μυοκαρδίτιδας μετά την τρίτη δόση. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Αλέξανδρος Μπριασούλης (Επίκουρος Καθηγητής Καρδιολογίας), Χαράλαμπος Βλαχόπουλος (Καθηγητής Καρδιολογίας), Κίμων Σταματελόπουλος (Αναπληρωτής Καθηγητής) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτά σχετικά με τις σπάνιες περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας που έχουν καταγραφεί μετά τον εμβολιασμό με τα εμβόλια mRNA έναντι του SARS-CoV-2.

Η συγκεκριμένη μελέτη συγκέντρωσε δεδομένα από τη βάση δεδομένων εμβολιασμού των σωμάτων ασφαλείας του Ισραήλ και συγκεκριμένα ανέλυσε την πορεία και τυχόν επιπλοκές σε 126.029 άτομα που εμβολιάστηκαν με τη τρίτη δόση. Το 80% των ανδρών και το 90% των γυναικών ήταν ηλικίας 18 έως 24 ετών. Μεταξύ των εμβολιασθέντων 7 περιστατικά μυοκαρδίτιδας αναφέρθηκαν (4 εντός της πρώτης εβδομάδας και 3 εντός 8 έως 10 ημερών από τον εμβολιασμό). Όλα τα περιστατικά χαρακτηρίστηκαν από ήπια συμπτώματα, χωρίς εμφάνιση αρρυθμιών ή καρδιακής ανεπάρκειας. Αν και η σύγκριση με τη συχνότητα της μυοκαρδίτιδας εντός μίας εβδομάδας μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου είναι δυσχερής καθώς διαφορετικά ποσοστά έχουν δημοσιευτεί σε πληθυσμούς από το Ισραήλ, την Ευρώπη και τις Η.Π.Α., φαίνεται ότι στο συγκεκριμένο πληθυσμό η συχνότητα μυοκαρδίτιδας είναι ελαφρώς χαμηλότερη συγκριτικά με αυτή μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου BNTb162b. Το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης είναι ότι πρόκειται για ήπια μη επιπλεγμένη μυοκαρδίτιδα που παρατηρείται σε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά νεαρών ανδρών. Λαμβάνοντας υπ’όψιν τα αποτελέσματα των δημοσιευμένων δεδομένων, συμπεραίνεται ότι η λοίμωξη COVID-19 μπορεί να προκαλέσει πολύ συχνότερες και βαρύτερες επιπλοκές ειδικά σε νοσηλευόμενους ασθενείς συγκριτικά με τις σπάνιες επιπλοκές του εμβολίου, ενώ το όφελος του εμβολίου υπερβαίνει κατά πολύ τον κίνδυνο σπάνιων ανεπιθύμητων παρενεργειών.

 

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: