Μελέτη διερεύνησης της εμβολιαστικής κάλυψης κατά της COVID-19 των παιδιών ηλικίας 12-17 ετών στην Ελλάδα

Το Τμήμα Νοσηλευτικής του ΕΚΠΑ πραγματοποίησε μια μελέτη για την εκτίμηση της εμβολιαστικής κάλυψης κατά της COVID-19 των παιδιών ηλικίας 12-17 ετών στην Ελλάδα και τη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν την απόφαση των γονιών να εμβολιαστούν τα παιδιά τους. Η μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Acta Medica Lituanica και το πλήρες κείμενο είναι ελεύθερα προσβάσιμο στον εξής σύνδεσμο: https://www.journals.vu.lt/AML/article/view/25018/24876. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τον Επίκουρο Καθηγητή Πέτρο Γαλάνη, την Καθηγήτρια Δάφνη Καϊτελίδου, την Επίκουρη Καθηγήτρια Όλγα Σίσκου, τη Διδάκτορα Ολυμπία Κωνσταντακοπούλου και την μεταπτυχιακή φοιτήτρια Αγλαΐα Κατσιρούμπα.

Στην Ελλάδα, από τις 15 Ιουλίου 2021 υπάρχει η δυνατότητα δωρεάν εμβολιασμού όλων των παιδιών ηλικίας 15-17 ετών και από τις 30 Ιουλίου 2021 υπάρχει η δυνατότητα αυτή και για τα παιδιά ηλικίας 12-14 ετών. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 και ο μελετώμενος πληθυσμός περιλάμβανε 656 γονείς από όλη την Ελλάδα με παιδιά ηλικίας 12-17 ετών. Το 27,1% των γονιών είχαν εμβολιάσει τα παιδιά τους κατά της COVID-19, ενώ το ποσοστό των γονιών που είχαν εμβολιαστεί ήταν πολύ μεγαλύτερο, φθάνοντας στο 82,9%. Σχεδόν όλοι οι γονείς (98,9%) είχαν εμβολιάσει τα παιδιά τους σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού. Επιπλέον, το 54,3% των γονιών είχαν εμβολιαστεί για την εποχική γρίπη.

Οι σημαντικότερες αιτίες άρνησης του εμβολιασμού των γονιών για τα παιδιά τους ήταν οι αμφιβολίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της COVID-19 (45,3%), ο φόβος για πιθανές παρενέργειες των εμβολίων (36,6%) και η αντίληψη ότι η COVID-19 δεν προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας στα παιδιά (9,5%). Οι γονείς μεγαλύτερης ηλικίας, οι γονείς που έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα εμβόλια κατά της COVID-19 και οι γονείς που έχουν θετική στάση απέναντι στον εμβολιασμό εμβολίασαν σε μεγαλύτερο ποσοστό τα παιδιά τους. Η εμπιστοσύνη των γονιών στα εμβόλια κατά της COVID-19 για τα παιδιά κυμαίνεται σε μέτριο επίπεδο, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν ότι τα εμβόλια μπορούν να προάγουν τη δημόσια υγεία και είναι ωφέλιμα.

Καθώς τα κρούσματα του κορωνοϊού παραμένουν σε υψηλό αριθμό στη χώρα μας, προσβάλλοντας μάλιστα και ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών, ο εμβολιασμός και των παιδιών αποτελεί μια καθοριστική παράμετρο για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού. Κατανοώντας τους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των γονιών να εμβολιάσουν τα παιδιά τους κατά της COVID-19, θα είναι ευκολότερο να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την αύξηση του ποσοστού των εμβολιασμένων παιδιών. Η σωστή και σφαιρική ενημέρωση των γονιών σχετικά με τα εμβόλια κατά της COVID-19 είναι μια καθοριστική παράμετρος για να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των γονιών απέναντι στον εμβολιασμό.


H στέρηση ύπνου οδηγεί σε κεντρική παχυσαρκία

Μια νέα μελέτη από τη Mayo Clinic στις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Journal of the American College of Cardiology (JACC), κατέδειξε ότι η στέρηση ύπνου οδηγεί σε κεντρική παχυσαρκία.

Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Νικόλαος Τεντολούρης (Καθηγητής Παθολογίας), Εριφύλη Χατζηαγγελάκη (Καθηγήτρια Παθολογίας-Μεταβολικών Νοσημάτων), Αλέξανδρος Κόκκινος (Καθηγητής Παθολογίας), Μελπομένη Πέππα (Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Χαράλαμπος Βλαχόπουλος (Καθηγητής Καρδιολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής.

https://www.jacc.org/doi/10.1016/j.jacc.2022.01.038

Η μελέτη συμπεριέλαβε 12 υγιή, μη παχύσαρκα άτομα, συγκεκριμένα 9 άνδρες και 3 γυναίκες ηλικίας 19 ως 39 ετών. Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, διασταυρούμενη μελέτη 21 ημερών με 4 ημέρες εγκλιματισμού, 14 ημέρες πειραματικού περιορισμού ύπνου (4 ώρες ύπνου συνολικά) ή ύπνου ελέγχου (ευκαιρία ύπνου 9 ωρών) και ένα διάστημα αποκατάστασης 3 ημερών. Επειδή είναι διασταυρούμενη μελέτη τα ίδια άτομα συμμετείχαν σε όλα τα στάδια της μελέτης, άρα συγκρίθηκαν με τον εαυτό τους. Αυτό αυξάνει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Καταγράφηκαν επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ενεργειακής πρόσληψης, ενεργειακής δαπάνης, σωματικού βάρους, σύστασης σώματος, κατανομής λίπους και άλλων βιοδεικτών.

Ανευρέθηκε ότι στη φάση του περιορισμένου ύπνου, οι συμμετέχοντες κατανάλωναν περισσότερες θερμίδες (+308 kcal/ημέρα), p=0,015), αυξάνοντας την πρόσληψη πρωτεΐνης (p = 0,050) και λίπους (p=0,046). Οι ενεργειακές δαπάνες παρέμειναν αμετάβλητες (σε όλα p > 0,16). Οι συμμετέχοντες μάλιστα ανέκτησαν στατιστικά σημαντικά περισσότερο σωματικό βάρος, όταν εκτέθηκαν στον πειραματικό περιορισμό ύπνου (+0.5 kg, p=0,008). Ενώ οι αλλαγές στο συνολικό σωματικό λίπος δεν διέφεραν μεταξύ των δύο συνθηκών ύπνου (p = 0,710), το ολικό κοιλιακό λίπος αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του περιορισμένου ύπνου (p=0,011), με σημαντικές αυξήσεις εμφανείς τόσο στο υποδόριο όσο και στο σπλαχνικό κοιλιακό λίπος (p=0,047 και p=0,042, αντίστοιχα).

Συμπερασματικά, η μελέτη αυτή κατέδειξε ότι ο περιορισμός ύπνου προάγει την υπερβολική πρόσληψη ενέργειας, χωρίς να μεταβάλλεται η ενεργειακή δαπάνη. Η αύξηση του σωματικού βάρους και ιδιαίτερα η κεντρική συσσώρευση λίπους που ανευρέθηκε υποδηλώνουν ότι η στέρηση ύπνου προδιαθέτει για κοιλιακή σπλαχνική παχυσαρκία. Το σπλαχνικό λίπος θεωρείται σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση αντίστασης στην ινσουλίνη και μεταβολικών νοσημάτων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ενώ αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: