ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΑΥΞΗΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ ΑΝΩΤΕΡΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ  ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ ΟΜΙΚΡΟΝ

Σε μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό JAMA Pediatrics περιγράφηκαν  αυξημένα ποσοστά λοιμώξεων ανωτέρου αναπνευστικού την περίοδο έξαρσης του όμικρον στελέχους του ιού SARS-CoV-2. Το στέλεχος όμικρον φαίνεται προκαλεί λιγότερο σοβαρή νόσο σε σχέση με το προηγούμενο επικρατόν στέλεχος δέλτα, κυρίως επειδή το στέλεχος όμικρον πολλαπλασιάζεται δυσχερέστερα στο πνευμονικό παρέγχυμα σε σχέση με το ανώτερο αναπνευστικό. Στα πλαίσια αυτά διενεργήθηκε μία αναδρομική μελέτη κοόρτης για να αποδειχθεί αν αυξήθηκαν οι λοιμώξεις ανώτερου αναπνευστικού την περίοδο του στελέχους όμικρον. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική μελέτη. Ανάμεσα σε 18849 παιδιά που νοσηλεύτηκαν με νόσο COVID-19 στις ΗΠΑ, το 2% είχε λοίμωξη μόνο ανώτερου αναπνευστικού. Από τα 384 παιδιά με τη λοίμωξη ανώτερου αναπνευστικού, τα 81 είχαν σοβαρή νόσο (χρειάστηκαν αναπνευστική υποστήριξη, έλαβαν αγγειοσυσπαστικά, ή κατέληξαν). Οι ερευνητές συνέκριναν τα δημογραφικά δεδομένα, τη συννοσηρότητα και το κλινικό αποτέλεσμα σε παιδιά πριν το στέλεχος όμικρον (Μάρτιος 2020-25 Δεκεμβρίου 2021) και κατά την περίοδο του όμικρον (26 Δεκεμβρίου 2021-17 Φεβρουάριου 2022). Κατά την περίοδο του όμικρον περιγράφηκαν οι 178 από τις 384 περιπτώσεις με λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (αύξηση σε σχέση με την περίοδο πριν το όμικρον) και τα παιδιά αυτή τη περίοδο ήταν κατά μέσο όρο μικρότερα σε ηλικία, έλαβαν λιγότερο συχνά δεξαμεθαζόνη και εμφάνισαν λιγότερο συχνά σοβαρή νόσο. Τα παιδιά με νόσο στο ανώτερο αναπνευστικό κινδυνεύουν από καρδιακή ανακοπή λόγω της απότομης εγκατάστασης της απόφραξης του ανώτερου αεραγωγού, ενώ μπορεί να χρειαστούν αντιμετώπιση και σε μονάδα εντατικής θεραπείας, ακόμη και διασωλήνωση. Παρότι ο αριθμός των περιπτώσεων λοιμώξεων ανώτερου αναπνευστικού σε παιδιά δεν είναι μεγάλος είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αυτή τη νέα νοσολογική οντότητα του COVID-19 και την λήψη θεραπευτικών αποφάσεων.


Νεότερα εμβόλια έναντι της COVID-19 μπορεί να παρέχουν προστασία σε ασθενείς με ανοσολογική ανεπάρκεια των Β-λεμφοκυττάρων

Τα διαθέσιμα εγκεκριμένα εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην επαγωγή αντισωματικών αποκρίσεων έναντι του ιού (χυμική ανοσία) που ακολούθως παρέχουν προστασία έναντι της COVID-19. Ωστόσο, ασθενείς με ανοσολογική ανεπάρκεια των Β-λεμφοκυττάρων παρουσιάζουν μειωμένη ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2. Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι δυνητικά η επαγωγή ισχυρών Τ-ανοσολογικών αποκρίσεων μετά τον εμβολιασμό (κυτταρική ανοσία). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας μελέτης φάσης 1 σχετικά με την ασφάλεια και την ανοσογονικότητα ενός πολυ-πεπτιδικού εμβολίου έναντι της COVID-19 σε ασθενείς με καρκίνο και ανοσολογική ανεπάρκεια που οφείλεται είτε στο νόσημα είτε στη θεραπεία. Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για την Έρευνα στον Καρκίνο που πραγματοποιήθηκε 8-13 Απριλίου 2022 στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ. Το νέο εμβόλιο υπό αξιολόγηση (CoVac-1) είναι ένα πεπτιδικό εμβόλιο, δηλαδή τα πρωτεϊνικά στοιχεία του ιού (6 διαφορετικά αντιγόνα) ενύονται απευθείας στον οργανισμό, σε αντίθεση με τα εμβόλια mRNA που περιέχουν τη γενετική πληροφορία για την κωδικοποίηση της πρωτεΐνης ακίδας (spike) του ιού. Οι ερευνητές συμπεριέλαβαν στη μελέτη 14 ασθενείς με ανεπάρκεια των Β-λεμφοκυττάρων, εκ των οποίων οι 12 είχαν διαγνωσθεί με λευχαιμία ή λέμφωμα. Οι ασθενείς έλαβαν μια άπαξ δόση του πολυ-πεπτιδικού εμβολίου CoVac-1 και παρακολουθήθηκαν για διάστημα 6 μηνών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 64% των ασθενών είχαν προηγουμένως εμβολιαστεί με κάποιο από τα εγκεκριμένα εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 χωρίς ικανοποιητική παραγωγή αντισωμάτων έναντι του ιού. Στις 14 ημέρες μετά τον εμβολιασμό, το 71% των ασθενών εμφάνισε ειδική ανοσολογική απάντηση διαμεσολαβούμενη από Τ-λεμφοκύτταρα έναντι του ιού. Στις 28 ημέρες μετά τον εμβολιασμό, το 93% των ασθενών εμφάνισαν Τ-λεμφοκυτταρική αντίδραση έναντι του ιού. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ισχύς των Τ-κυτταρικών απαντήσεων μετά τον εμβολιασμό με το CoVac-1 ήταν ανώτερη από τις Τ-κυτταρικές απαντήσεις μετά τον εμβολιασμό με εμβόλια mRNA σε ασθενείς με ανεπάρκεια Β-λεμφοκυττάρων. Με βάση τα ενθαρρυντικά προκαταρκτικά αποτελέσματα, σχεδιάζεται μια μελέτη φάσης 3 ώστε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του εμβολίου CoVac-1 σε μεγαλύτερο πληθυσμό ασθενών και να αξιολογηθεί η προστασία που μπορεί να παρέχει το νέο εμβόλιο έναντι σοβαρής νόσου COVID-19 σε ασθενείς με ανοσοανεπάρκεια των Β-λεμφοκυττάρων.