Τα διφωσφονικά (συνήθως χάπια ανά εβδομάδα) και το denosumab (ενέσιμη αγωγή ανά 6μηνο) χρησιμοποιούνται ευρέως στη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Η παρακολούθηση ενός ατόμου (στην πλειονότητα γυναίκες) που λαμβάνει τέτοια αγωγή γίνεται: α) κλινικά με αξιολόγηση για τυχόν νέα κατάγματα επιδείνωση παλαιοτέρων και β) εργαστηριακά με μέτρηση οστικής πυκνότητας (ΟΠ) πριν την έναρξη της αγωγής και ανά 1 με 2 έτη στη συνέχεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κρίνεται χρήσιμη και μέτρηση οστικών δεικτών.
Επιτυχής θεωρείται θεραπεία της οστεοπόρωσης όταν εμφανίζεται σταθερή αυξανόμενη ΟΠ και χωρίς ενδείξεις νέων καταγμάτων προόδου προϋπάρχοντος κατάγματος. Θα πρέπει να αξιολογηθεί περίπτωση αλλαγής της αντιοστεοπορωτικής αγωγής σε ασθενείς που παρουσιάζουν νέα κατάγματα ή σημαντική μείωση ΟΠ κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ενα μόνο κάταγμα κατά τη διάρκεια της θεραπείας δεν αποτελεί απόδειξη αστοχίας και ανάγκης αλλαγής αγωγής, αλλά καταδεικνύει ότι ο καταγματικός κίνδυνος είναι υψηλός.
Παρά την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα των διφωσφονικών και του denosumab στη μείωση των σπονδυλικών και μη σπονδυλικών καταγμάτων, δεν έχει καθοριστεί ακόμη σαφώς βέλτιστη διάρκεια χρήσης τους. Η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως οστεονέκρωση της κάτω γνάθου και τα άτυπα κατάγματα στο μηριαίο οστό, έχουν θέσει το ζήτημα της διακοπής της θεραπείας μετά από μια ορισμένη περίοδο (drug holiday).
Η περίπτωση διακοπής των διφωσφονικών θα πρέπει να συζητείται σε όλους τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία για περισσότερο από 5 έτη με αλενδρονάτη 3 έτη με ζολεδρονικό οξύ ρισεδρονάτη. Λόγω των περιορισμένων κλινικών στοιχείων, δεν μπορούν να δοθούν ισχυρές και σαφείς επιστημονικές συστάσεις σχετικά με τον χρόνο θεραπείας με ιβανδρονάτη ή denosumab. Εάν ασθενής δεν έχει παρουσιάσει κατάγματα πριν ή κατά τη διάρκεια της θεραπείας και καταγματικός κίνδυνος είναι μικρός, συνιστάται διακοπή θεραπείας.
Παρόλο που τα επιστημονικά δεδομένα δεν είναι πάρα πολλά, 1 με 2 έτη διακοπής για τη ρισεδρονάτη, 3 με 5 έτη διακοπής για την αλεδρονάτη και 3 με 6 έτη διακοπής για το ζολεδρονικό οξύ αποτελούν λογικές συστάσεις. Συνιστάται επανεκτίμηση του καταγματικού κινδύνου ανά 1 με 2 έτη και επανέναρξη αγωγής σε περίπτωση εμφάνισης νέου οστεοπορωτικού κατάγματος επιδείνωσης της ΟΠ (T-score <-2.5).