Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας καθώς είναι ο συχνότερος καρκίνος μεταξύ των ανδρών και μια από τις κυριότερες αιτίες θανάτου από καρκίνο στον πληθυσμό. Είναι αλήθεια βέβαια ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου αναφορικά με τη βελτιστοποίηση των τεχνικών προσυμπτωματικού ελέγχου της νόσου, των διαγνωστικών μέσων αλλά και της θεραπευτικής αντιμετώπισης. Η διαχείριση όμως της νόσου αναμένεται να βρεθεί μπροστά σε νέες προκλήσεις τις επόμενες δεκαετίες για τις οποίες θα πρέπει να υιοθετηθούν καινοτόμες πολιτικές προσεγγίσεις.

Όπως αναφέρουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Μιχάλης Λιόντος (Επίκουρος Καθηγητής Ογκολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Ογκολογίας - Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής) η συνεχιζόμενη αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης σε όλες τις χώρες του κόσμου, που έχει σαν αντίκτυπο την αλλαγή της ηλικιακής σύνθεσης του πληθυσμού, θα επιφέρει δραματική αύξηση στον αριθμό των νέων περιστατικών καρκίνου του προστάτη μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Πιο συγκεκριμένα, η επιτροπή ειδικών για τον καρκίνο του προστάτη που συγκροτήθηκε από το περιοδικό Lancet και δημοσίευσε προσφάτως τις προτάσεις της για συγκεκριμένες πολιτικές υγείας για το νόσημα αυτό, προβλέπει ότι τα νέα περιστατικά καρκίνου προστάτη που διαγιγνώσκονται ετησίως σε όλο τον κόσμο θα αυξηθούν από 1,4 εκατομμύρια που είναι σήμερα σε περίπου 2,9 εκατομμύρια το 2040. Δηλαδή σε περίπου 15 χρόνια θα διπλασιαστεί ο αριθμός των νέων διαγνώσεων από τη νόσο. Καθώς μάλιστα η αύξηση αυτή είναι αποτέλεσμα δομικών αλλαγών στη σύσταση του πληθυσμού δεν μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά από αλλαγές στις καθημερινές συνήθειες ζωής ή σε παρεμβάσεις με πολιτικές δημόσιας υγείας που σκοπό έχουν να περιορίσουν τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου του καρκίνου. Η επιτροπή των ειδικών υπολόγισε ότι θα πρέπει να μειώνεται η επίπτωση της νόσου σε ποσοστό 3% ετησίως για να παραμείνει ο αριθμός των νεών διαγνώσεων στα σημερινά επίπεδα ως το 2040. Η μεταβολή αυτή δεν θεωρείται εφικτή λαμβάνοντας υπόψιν τα επιδημιολογικά δεδομένα των προηγούμενων 30 ετών όπου η τάση της επίπτωσης της νόσου ήταν αυξητική. Η μεγαλύτερη αύξηση μάλιστα σε νέες διαγνώσεις αναμένεται να συμβεί στην Ασία, την Αφρική και την Νότια Αμερική, περιοχές δηλαδή που έχει αυξηθεί σημαντικά ο πληθυσμός τις προηγούμενες δεκαετίες. Αντίστοιχα αναμένεται να αυξηθεί ο αριθμός νέων θανάτων από τη νόσο σε περίπου 700.000 ετησίως που επίσης θα αφορά κυρίως τις ανωτέρω περιοχές.

Είναι σημαντικό λοιπόν να κατανοήσουμε την ετερογένεια του κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου προστάτη στις διάφορες εθνοτικές ομάδες αλλά και τους διαφορετικούς πόρους που διαθέτουν τα συστήματα υγείας ανά τον κόσμο για να μπορέσουμε να χαράξουμε πολιτικές υγείας για την αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερος σε άτομα με καταγωγή από τη Δυτική Αφρική, ενώ παράλληλα η πρόσβαση σε υγειονομικές δομές είναι περιορισμένη σε χώρες με μεγάλο πληθυσμό όπως η Ινδία με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη θνητότητα από τη νόσο. Δεδομένου του ιδιαίτερα μεγαλύτερου αριθμού διαγνώσεων από τη νόσο που αναμένεται τις επόμενες δεκαετίες, είναι σημαντικό να περιοριστεί ο αριθμός των ασθενών που διαγιγνώσκονται με τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο που είναι και η συνηθέστερη περίπτωση στις χώρες με χαμηλό εισόδημα. Είναι επομένως σημαντικό να αναπτυχθούν προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου που θα εστιάζουν ιδιαίτερα στις χώρες αυτές. Όπως συζητήθηκε ιδιαίτερα στο φετινό συνέριο της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας, η μέτρηση του PSΑ ως μέτρο προσυμπτωματικού ελέγχου μπορεί να οδηγήσει σε υπερδιάγνωση και υπερθεραπεία της νόσου. Τα δεδομένα όμως που έχουμε αφορούν χώρες υψηλού εισοδήματος όπου τα συστήματα υγείας είναι περισσότερο οργανωμένα και τα μέσα αντιμετώπισης της νόσου καλύτερα. Λείπουν δεδομένα από τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος όπου η νόσος διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο και οι θεραπευτικές δυνατότητες είναι πολύ λιγότερες. Επομένως, η ανάπτυξη νέων διαγνωστικών μεθόδων με τη χρήση βιοδεικτών και απεικονιστικών τεχνικών μπορεί να μειώσει την υπερδιάγνωση μη κλινικά σημαντικών περιπτώσεων στον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ αντίστροφα η ευκολότερη πρόσβαση σε απλές εξετάσεις όπως η μέτρηση του PSA μπορεί να μειώσει σημαντικά το ποσοστό των ασθενών που διαγιγνώσκονται με προχωρημένη νόσο. 

Η αναμενόμενη αύξηση της επίπτωσης της νόσου βέβαια απαιτεί και αύξηση τόσο του εξειδικευμένου υγειονομικού προσωπικού που θα μπορεί να διαχειριστεί αυτούς τους ασθενείς όσο και των μέσων που απαιτούνται για τη διάγνωση και θεραπεία τους. Αυτό προφανώς είναι ένα σημαντικό πρόβλημα σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες όπου υπάρχει σημαντικό έλλειμα για παράδειγμα σε μηχανήματα ακτινοθεραπείας ενώ παράλληλα υπάρχει δυνατότητα χρήσης μόνο φθηνότερων θεραπευτικών επιλογών.

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι μπροστά στη μεγάλη αύξηση των νέων διαγνώσεων καρκίνου προστάτη που αναμένεται τα επόμενα χρόνια πρέπει να ενισχυθούν τα συστήματα υγείας ιδίως των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, να διευρυνθεί η ενημέρωση του πληθυσμού για τη νόσο και να εφαρμοσθούν προγράμματα για την πρώιμη διάγνωση της νόσου. Καθώς βέβαια, με τη γήρανση του πληθυσμού δεν αυξάνονται μόνο οι διαγνώσεις καρκίνου προστάτη αλλά και άλλων χρονίων νοσημάτων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και καρδιαγγειακές παθήσεις, η εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου στον πληθυσμό δεν θα πρέπει να εστιάζει μόνο στον καρκίνο προστάτη αλλά γενικότερα στα θέματα υγείας του πληθυσμού.