Mια πρόσφατη επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2025 στο περιοδικό JAMA Network Open από τους Jane S. Hahn και συνεργάτες φέρνει στο φως μια βαθιά και συχνά υποτιμημένη σύνδεση ανάμεσα στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας οικογένειας και την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών κατά την εφηβεία. Aξιοποιώντας δεδομένα από τη μακροχρόνια μελέτη ALSPAC (Avon Longitudinal Study of Parents and Children), ανέλυσαν στοιχεία από περισσότερους από 7.800 εφήβους και έδειξαν πως οι νέοι που προέρχονται από οικογένειες με δυσχερέστερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν συμπτώματα διατροφικών διαταραχών. Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας - Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία της μελέτης.
Η κοινωνικοοικονομική θέση μιας οικογένειας καθορίζεται από παράγοντες όπως το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και οι υλικές συνθήκες διαβίωσης. Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει πως οι κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες δεν επηρεάζουν μόνο την καθημερινότητα ή την εκπαιδευτική πορεία ενός παιδιού, αλλά και την ψυχική του υγεία. Οι ερευνητές παρατήρησαν πως οι έφηβοι από οικονομικά πιεστικότερα περιβάλλοντα παρουσίαζαν περισσότερα σημάδια διαταραγμένης διατροφικής συμπεριφοράς, όπως υπερφαγία, περιοριστική κατανάλωση τροφής ή υπερβολική ανησυχία για το βάρος και την εικόνα σώματος. Ενδεικτικά, στην ηλικία των 14 ετών το 7,9% των συμμετεχόντων παρουσίαζε συμπτώματα διατροφικής διαταραχής, ποσοστό που αυξήθηκε στο 15,9% στα 16 έτη και έφτασε στο 18,9% στα 18 έτη, γεγονός που καταδεικνύει τη ραγδαία επιδείνωση του προβλήματος κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Σύμφωνα με τα στατιστικά αποτελέσματα της μελέτης, οι έφηβοι των οποίων οι γονείς είχαν μόνο υποχρεωτική εκπαίδευση είχαν σημαντικά αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης διατροφικών διαταραχών (OR = 1.64, 95%CI=1.24-2.16) σε σύγκριση με εκείνους των οποίων οι γονείς είχαν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Επιπλέον, κάθε αύξηση κατά 1 μονάδα στη βαθμολογία οικονομικών δυσκολιών συνδεόταν με αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης διαταραγμένης διατροφικής συμπεριφοράς (OR = 1.06, 95%CI=1.03-1.09). Στο μη προσαρμοσμένο μοντέλο, οι έφηβοι που προέρχονταν από οικογένειες με το χαμηλότερο 20% εισοδημάτων είχαν αυξημένο κίνδυνο (OR = 1.34, 95%CI=1.01-1.79) σε σχέση με το υψηλότερο 20%, αν και η συσχέτιση αυτή εξασθένησε μετά την προσαρμογή για άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Τέλος, οι γονείς με ημιειδικευμένες ή ανειδίκευτες θέσεις εργασίας εμφάνιζαν αρχικά διπλάσιες πιθανότητες συσχέτισης με διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά (OR = 2.09, 95%CI=1.32-3.34), ωστόσο η συσχέτιση αυτή δεν παρέμεινε στατιστικά σημαντική μετά την προσαρμογή.
Τα ευρήματα αυτά έρχονται να ενισχύσουν τη συζήτηση γύρω από την κοινωνική διάσταση της υγείας και ιδιαίτερα της ψυχικής υγείας των νέων. Οι διατροφικές διαταραχές συχνά αντιμετωπίζονται ως προσωπικά ή ψυχολογικά ζητήματα, όμως η συγκεκριμένη μελέτη καταδεικνύει ότι αποτελούν και κοινωνικά φαινόμενα, βαθιά συνδεδεμένα με τις συνθήκες ζωής και τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία μεγαλώνει ένα παιδί.
Οι οικονομικές δυσκολίες, η ανασφάλεια, η έλλειψη σταθερότητας και η περιορισμένη πρόσβαση σε υποστηρικτικά δίκτυα μπορούν να δημιουργήσουν ένα ψυχολογικά φορτισμένο περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, τα παιδιά και οι έφηβοι ενδέχεται να στραφούν σε δυσλειτουργικές διατροφικές συμπεριφορές ως έναν τρόπο ελέγχου, διαφυγής ή έκφρασης του άγχους τους. Το σώμα και η τροφή γίνονται συμβολικά πεδία όπου αποτυπώνονται οι εσωτερικές συγκρούσεις και οι εξωτερικές πιέσεις.
Ένα σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύει η έρευνα είναι πως τα παιδιά από οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα αντιμετωπίζουν περισσότερα εμπόδια στην πρόσβαση σε κατάλληλες υπηρεσίες υγείας και ψυχολογικής υποστήριξης. Οι οικογένειες αυτές συχνά δεν έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν εγκαίρως τα σημάδια μιας διατροφικής διαταραχής ή να απευθυνθούν σε ειδικούς, είτε λόγω κόστους είτε λόγω άγνοιας ή φόβου του στιγματισμού. Επιπλέον, πολλά από τα προγράμματα πρόληψης και ευαισθητοποίησης δεν φτάνουν ποτέ σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες, παραμένοντας προνόμιο των πιο προνομιούχων στρωμάτων.
Η σημασία των ευρημάτων αυτών είναι πολλαπλή. Καταρχάς, υπογραμμίζουν την ανάγκη οι πολιτικές πρόληψης και υποστήριξης να είναι κοινωνικά στοχευμένες. Δεν αρκεί η γενική ευαισθητοποίηση για τις διατροφικές διαταραχές· χρειάζονται παρεμβάσεις που να φτάνουν ουσιαστικά στους νέους που το έχουν περισσότερο ανάγκη. Αυτό σημαίνει ενίσχυση των δομών ψυχικής υγείας στα σχολεία, δημιουργία κοινοτικών κέντρων υποστήριξης, αλλά και καμπάνιες ενημέρωσης που να είναι πολιτισμικά κατάλληλες και οικονομικά προσβάσιμες.
Παράλληλα, η μελέτη αποτελεί μια υπενθύμιση πως οι διατροφικές διαταραχές δεν έχουν «πρόσωπο» ή «κοινωνική τάξη». Δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, όπως συχνά προβάλλονται από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ οι νέοι από ευάλωτα κοινωνικά περιβάλλοντα είναι πιθανό να υποφέρουν αθόρυβα. Είναι πλέον ξεκάθαρο πως η δημόσια υγεία δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τα άτομα ως μεμονωμένες μονάδες, αποκομμένες από το κοινωνικό τους πλαίσιο. Η ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σταθερότητα, την ασφάλεια και την υποστήριξη που λαμβάνουν από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Όσο η φτώχεια, η ανισότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός παραμένουν υπαρκτές πραγματικότητες, τα συμπτώματα δεν θα είναι μόνο σωματικά ή ψυχικά, αλλά και βαθιά κοινωνικά.
[Hahn JS, Flouri E, Harrison A, Lewis G, Solmi F. Family Socioeconomic Position and Eating Disorder Symptoms Across Adolescence. JAMA Netw Open. 2025 Aug 1;8(8):e2527934. doi: 10.1001/jamanetworkopen.2025.27934]