Η υποστήριξη των ασθενών με καρκίνο και των επιζώντων αποτελεί έναν κρίσιμο πυλώνα της ογκολογικής φροντίδας, καθώς η επιβίωση μετά τη διάγνωση δεν περιορίζεται μόνο στην ιατρική θεραπεία αλλά επεκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα αναγκών που περιλαμβάνουν την ψυχική υγεία, την κοινωνική υποστήριξη και την οικονομική ανακούφιση. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής) αναφέρουν ότι τα στοιχεία δείχνουν πως στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότεροι από 18 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με ατομικό ιστορικό καρκίνου, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά την επόμενη δεκαετία. Η παράταση της επιβίωσης χάρη στις προόδους της έρευνας και των θεραπειών δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς πολλοί ασθενείς συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρές παρενέργειες και κοινωνικές προκλήσεις για χρόνια μετά το τέλος της θεραπείας.

Σημαντικά εμπόδια προκύπτουν από το υψηλό κόστος της φροντίδας. Οι ασθενείς με καρκίνο συχνά επιβαρύνονται οικονομικά, με πολλούς να αναγκάζονται να περιορίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα ή να αποσύρονται πρόωρα από την αγορά εργασίας. Οι δαπάνες για φάρμακα, εξετάσεις και συμπληρωματικές θεραπείες οδηγούν σε φαινόμενα «οικονομικής τοξικότητας», τα οποία επιδεινώνουν την ποιότητα ζωής και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Παράλληλα, οι ανισότητες στην πρόσβαση παραμένουν έντονες: άτομα χαμηλού εισοδήματος, φυλετικές και εθνικές μειονότητες και κάτοικοι αγροτικών περιοχών έχουν λιγότερες πιθανότητες να λάβουν ολοκληρωμένη φροντίδα.

Επιπλέον, η ψυχολογική διάσταση της νόσου είναι εξίσου σημαντική. Ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών και επιζώντων αντιμετωπίζει κατάθλιψη, άγχος και μετατραυματικό στρες. Η ενσωμάτωση της ψυχολογικής υποστήριξης στην ογκολογική φροντίδα είναι κρίσιμη, καθώς αποδεδειγμένα βελτιώνει την προσαρμογή και την ποιότητα ζωής. Παράλληλα, αναδεικνύεται η σημασία της αποκατάστασης και της υποστηρικτικής φροντίδας, όπως η διαχείριση του πόνου, η αποκατάσταση της κινητικότητας και η αντιμετώπιση των μακροχρόνιων παρενεργειών από τη θεραπεία.

Οι επιζώντες συχνά χρειάζονται συνεχή ιατρική παρακολούθηση, καθώς κινδυνεύουν από δευτερογενείς καρκίνους ή χρόνιες παθήσεις που σχετίζονται με τη θεραπεία, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα. Η ανάπτυξη εξατομικευμένων «σχεδίων επιβίωσης» (survivorship care plans) αποτελεί τη βέλτιστη πρακτική, δίνοντας σαφείς κατευθύνσεις τόσο για την παρακολούθηση όσο και για τη διαχείριση των μακροπρόθεσμων συνεπειών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η έρευνα και η καινοτομία προσφέρουν νέες δυνατότητες υποστήριξης. Η χρήση ψηφιακών εργαλείων και τηλεϊατρικής διευρύνει την πρόσβαση σε ψυχολογική και ιατρική παρακολούθηση, ειδικά για απομακρυσμένες περιοχές. Παράλληλα, προγράμματα «patient navigation» συμβάλλουν στη μείωση των ανισοτήτων, βοηθώντας τους ασθενείς να ξεπεράσουν εμπόδια όπως το κόστος, τη δυσκολία στη μετακίνηση ή την ελλιπή πληροφόρηση.

Συνολικά, η φροντίδα των ασθενών με καρκίνο και των επιζώντων απαιτεί ένα ολιστικό μοντέλο υποστήριξης που ενσωματώνει ιατρική, ψυχολογική, κοινωνική και οικονομική βοήθεια. Η επένδυση σε ολοκληρωμένα προγράμματα και η μείωση των ανισοτήτων δεν βελτιώνουν μόνο τα αποτελέσματα της θεραπείας, αλλά και την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων που συνεχίζουν τη ζωή τους μετά τη νόσο.