Σύμφωνα με μελέτη που μόλις δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Nature, στις ΗΠΑ, πάνω από 11% των παιδιών έχουν λάβει κάποια στιγμή τέτοια διάγνωση – πολύ περισσότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Παρόμοια εικόνα υπάρχει και στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου οι διαγνώσεις και οι συνταγές φαρμάκων για ΔΕΠΥ αυξήθηκαν εντυπωσιακά την περίοδο 2000–2018. Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας - Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Βιολόγος), παραθέτουν τα κυριότερα τα σημεία της μελέτης.

Όταν ερευνητές εξετάζουν τυχαία δείγματα πληθυσμού με αυστηρά εργαλεία αξιολόγησης, βρίσκουν ότι η πραγματική συχνότητα των συμπτωμάτων παραμένει σχετικά σταθερή: περίπου 5% των παιδιών και 2–3% των ενηλίκων. Αυτό που έχει διαφοροποιηθεί είναι η καλύτερη ενημέρωση, η ευαισθητοποίηση και κυρίως η αλλαγή του ορισμού, αφού σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM, μειώθηκαν τα προαπαιτούμενα κριτήρια για τη διάγνωση.

Ένα παιδί ή ένας ενήλικας μπορεί να έχει ταυτόχρονα άγχος, κατάθλιψη ή αυτισμό και ΔΕΠΥ – κάτι που στο παρελθόν συχνά χανόταν πίσω από την «κυρία» διάγνωση. Αυτή η πιο ρεαλιστική εικόνα της ψυχικής υγείας αυξάνει φυσικά και τους συνολικούς αριθμούς.

Σημαντικό ρόλο έχει παίξει και το φύλο. Για πολλά χρόνια η ΔΕΠΥ θεωρούνταν «αγορίστικη» υπόθεση, συνδεδεμένη με το κλασικό στερεότυπο του υπερκινητικού μαθητή που δεν κάθεται λεπτό στην καρέκλα του. Στην πράξη, όμως, πολλά κορίτσια και γυναίκες παρουσιάζουν κυρίως διάσπαση προσοχής: ονειροπολούν, χάνουν αντικείμενα, καθυστερούν, δυσκολεύονται στην οργάνωση, χωρίς να φαίνονται ιδιαίτερα «ζωηρές». Έτσι, μεγάλωσαν με την ταμπέλα της «αφηρημένης» ή «απαράδεκτα ανοργάνωτης», χωρίς ποτέ να φτάσουν σε αξιολόγηση. Καθώς αυτή η γνώση διαδίδεται, βλέπουμε ραγδαία άνοδο διαγνώσεων σε γυναίκες και κορίτσια – συχνά μάλιστα αφού πρώτα διαγνωστεί ένα παιδί στην οικογένεια και ο γονιός αναγνωρίσει τον εαυτό του στην περιγραφή.

Επιπρόσθετα, βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα που περιγράφουν εμπειρίες ανθρώπων με ΔΕΠΥ κάνουν πολλούς να φτάνουν στην αυτοδιάγνωση. Για αρκετούς, αυτό είναι σωτήριο: κατανοούν επιτέλους γιατί δυσκολεύτηκαν στο σχολείο ή στην εργασία και αναζητούν βοήθεια.

Σε ανάλυση στο Ηνωμένο Βασίλειο σχεδόν οκτώ εκατομμυρίων ανθρώπων, οι ερευνητές βρήκαν ότι μέχρι το 2018 η ΔΕΠΥ είχε καταγραφεί σε περίπου 2,5% των αγοριών και 0,7% των κοριτσιών, ενώ στους ενήλικες τα ποσοστά, αν και χαμηλότερα, αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς. Οι νέες διαγνώσεις σε άνδρες 18–29 ετών ήταν περίπου 20 φορές περισσότερες από ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και οι συνταγές φαρμάκων σχεδόν 50 φορές περισσότερες.

Ένα ακόμη εύρημα που προβληματίζει είναι η σχέση της ΔΕΠΥ με την κοινωνικοοικονομική ευαλωτότητα. Στην ίδια μελέτη, οι διαγνώσεις και οι συνταγογραφήσεις ήταν περίπου διπλάσιες στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές σε σχέση με τις πιο προνομιούχες. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΔΕΠΥ «ανήκει» σε πληθυσμούς με κοινωνικοοικονομική ευαλωτότητα· σημαίνει όμως ότι οι δυσκολίες της καθημερινότητας, το αυξημένο στρες και η περιορισμένη πρόσβαση σε πόρους και υποστήριξη μπορεί να εντείνουν τα συμπτώματα – ή, αντίστροφα, ότι οι συνέπειες της ΔΕΠΥ (π.χ. εγκατάλειψη σπουδών, δυσκολία σταθερής εργασίας) μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια.

Στην ίδια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature, εμφανίζεται και το κίνημα της νευροδιαφορετικότητας, που προτείνει να δούμε τη ΔΕΠΥ όχι μόνο ως «διαταραχή» που πρέπει να διορθωθεί, αλλά ως έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου. Πολλοί άνθρωποι με ΔΕΠΥ μιλούν για δημιουργικότητα, ενέργεια, ικανότητα υπερ-εστίασης σε ό,τι αγαπούν – ιδιότητες που σε ένα κατάλληλο περιβάλλον μπορούν να γίνουν πραγματικό πλεονέκτημα. Για πολλούς, η ΔΕΠΥ συνδέεται με σοβαρές δυσκολίες: σχολική αποτυχία, ατυχήματα, προβλήματα στις σχέσεις, αυξημένο κίνδυνο χρήσης ουσιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά, μειώνοντας την υπερκινητικότητα και βελτιώνοντας την προσοχή και τον αυτοέλεγχο. Οι μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι, τουλάχιστον σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η ΔΕΠΥ μάλλον παραμένει λιγότερο διαγνωσμένη απ’ όσο θα περίμενε κανείς με βάση τη συχνότητα των συμπτωμάτων στον γενικό πληθυσμό – όχι το αντίθετο.

Συνεπώς, η ΔΕΠΥ είναι μια πραγματική, βιολογικά θεμελιωμένη κατάσταση που μπορεί να προκαλεί σοβαρή δυσλειτουργία. Ταυτόχρονα, όμως, ο βαθμός δυσκολίας εξαρτάται έντονα από τα συμφραζόμενα: από το αν το σχολείο, η οικογένεια, ο εργασιακός χώρος αφήνουν περιθώριο για κίνηση, για ευελιξία, για διαφορετικούς τρόπους μάθησης και εργασίας. Η αύξηση των διαγνώσεων της ΔΕΠΥ δεν είναι μόνο στατιστικό φαινόμενο. Είναι ένδειξη ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να βρίσκουν όνομα για τις δυσκολίες τους – αλλά και ευκαιρία για μια ευρύτερη συζήτηση: για την εκπαίδευση, την ανισότητα, την ψυχική υγεία, για τον τρόπο που ορίζουμε τη «φυσιολογική» συμπεριφορά.

[https://www.nature.com/articles/d41586-025-03855-2]