Η λιπώδης διήθηση του ήπατος είναι μια συχνή κλινική οντότητα, καθώς υπολογίζεται ότι αφορά παγκοσμίως περίπου το 25% του πληθυσμού με σχεδόν 3,6 εκατομμύρια νέους ασθενείς ανά έτος. Η μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (non alcoholic steatohepatitis, NASH) είναι ένας υπότυπος της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος, χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και ηπατοκυτταρική βλάβη με ή χωρίς συνοδό ίνωση, και συσχετίζεται με πιθανή εξέλιξη σε κίρρωση και, τελικά, ανάγκη για μεταμόσχευση ήπατος. Ωστόσο, η σημασία της νόσου συχνά υποεκτιμάται στην καθημερινή κλινική πράξη.


Η NASH αφορά το 3%-6% του πληθυσμού στις ΗΠΑ και η συχνότητά της συνεχώς αυξάνεται. Η NASH συσχετίζεται με την παχυσαρκία, τη δυσλιπιδαιμία, τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και το μεταβολικό σύνδρομο. Η πλειονότητα των ασθενών είναι ασυμπτωματικοί ή αναφέρουν άτυπα ενοχλήματα, όπως κόπωση ή ασαφές κοιλιακό άλγος και διαγιγνώσκονται ύστερα από τυχαίο εργαστηριακό έλεγχο. Παρά τα πολλαπλά διαθέσιμα τεστ και σκορ που διακρίνουν τη NASH από τη λιπώδη διήθηση του ήπατος, η βιοψία ήπατος είναι η μόνη αποδεκτή μέθοδος για την επιβεβαίωση της διάγνωσης. Η ελαστογραφία του ήπατος αποτελεί μια μη παρεμβατική τεχνική πρώιμης διάγνωσης της ίνωσης και της κίρρωσης. Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια εγκεκριμένη θεραπεία από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων, ωστόσο η βιταμίνη Ε και αντιδιαβητικά φάρμακα όπως η πιογλιταζόνη και οι GLP-1 αγωνιστές έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε κλινικές μελέτες. Θεμέλιος λίθος στη θεραπεία είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής, που περιλαμβάνει δίαιτα και σωματική άσκηση, με πρωταρχικό στόχο την απώλεια βάρους. Η ιστολογική ανταπόκριση, που μπορεί να χαρακτηρίζεται ακόμα και από υποχώρηση της ίνωσης, είναι ισχυρά συσχετισμένη με την απώλεια βάρους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν θέση και τα βαριατρικά χειρουργεία.