Το FDA εγκρίνει το συνδυασμό baricitinib και remdesivir για νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19

Η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων εξέδωσε άδεια χρήσης έκτακτης ανάγκης (EUA) για το φάρμακο baricitinib, σε συνδυασμό με το αντιιϊκό φάρμακο  remdesivir, για τη θεραπεία ύποπτης ή εργαστηριακά επιβεβαιωμένης COVID-19 σε νοσηλευόμενους ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 ετών και άνω, που  χρειάζονται  συμπληρωματικό οξυγόνο, επεμβατικό  μηχανικό αερισμό (διασωλήνωση) ή οξυγόνωση με εξωσωματική μεμβράνη (ECMO).  Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν αυτά τα δεδομένα.

Σε μια κλινική δοκιμή σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19, το baricitinib, σε συνδυασμό με το remdesivir, φάνηκε να μειώνει (κατά απόλυτο μια ημέρα)   το χρόνο έως την ανάρρωση εντός 29 ημερών μετά την έναρξη της θεραπείας σε σύγκριση με ασθενείς που έλαβαν μόνο το remdesivir. Η ανακοίνωση του FDA σημείωσε ότι η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα αυτής της ερευνητικής συνδυαστικής θεραπείας για χρήση στη θεραπεία της COVID-19 συνεχίζει να αξιολογείται. Το Baricitinib, ως μονοθεραπεία, δεν εγκριθεί ως θεραπεία για την COVID-19. Η άδεια έκτακτης ανάγκης για αυτή τη συνδυαστική θεραπεία είναι η πρώτη  έγκριση από τον FDA για ένα φάρμακο που δρα στο μονοπάτι της φλεγμονής. Το baricitinib είναι ένας εκλεκτικός και αναστρέψιμος αναστολέας της JAK1 και της JAK2. Οι κινάσες Janus (JAK) είναι ένζυμα μεταγωγής ενδοκυτταρικών σημάτων από τους υποδοχείς της κυτταρικής επιφάνειας για έναν αριθμό κυτταροκινών και αυξητικών παραγόντων που ενέχονται στην αιμοποίηση, τη φλεγμονή και την ανοσολογική λειτουργία. Το φάρμακο αυτό κυκλοφορεί και στην Ελλάδα,  για την θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.  

Η έγκριση αυτή από τον FDA δόθηκε με βάση τα αποτελέσματα από  μια τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινική δοκιμή (η μελέτη ACTT-2). Η κλινική αυτή δοκιμή  παρακολούθησε τους ασθενείς για 29 ημέρες και ενέταξε  1.033 νοσηλευόμενους ασθενείς με μέτριας βαρύτητας ή σοβαρή COVID-19. Από τους ασθενείς, οι 515 έλαβαν το συνδυασμό baricitinib μαζί με remdesivir και οι 518 ασθενείς έλαβαν εικονικό φάρμακο σε συνδυασμό με remdesivir. Ως «ανάρρωση» (το καταληκτικό σημείο της μελέτης) ορίστηκε είτε χορήγησης εξιτηρίου από το νοσοκομείο είτε η συνέχιση της νοσηλείας αλλά χωρίς πλέον την ανάγκη για  συμπληρωματικό οξυγόνο ή εντατική  ιατρική φροντίδα. Ο διάμεσος χρόνος έως την ανάκαμψη από την COVID-19 ήταν 7 ημέρες για το συνδυασμό baricitinib με remdesivir και 8 ημέρες για το εικονικό φάρμακο και το remdesivir. Όσον αφορά την πιθανότητα  ο ασθενής να καταλήξει ή να χρειάζεται μηχανική υποστήριξη της αναπνοής την 29η ημέρα, αυτές ήταν χαμηλότερες στην ομάδα του baricitinib μαζί με remdesivir. Οι πιθανότητες κλινικής βελτίωσης την 15η ημέρα ήταν επίσης υψηλότερες στην ομάδα του baricitinib με remdesivir.


Αυξημένος κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου και σχετιζόμενης θνησιμότητας σε ασθενείς με COVID-19

Όλο και περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου σε ασθενείς με COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Ντάνασης, Παναγιώτης Μαλανδράκης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα πρόσφατης συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης των M.B.Malas και συνεργατών στο περιοδικό E-Clinical Medicine (ΜΒ Malas et al. Thromboembolism risk of COVID-19 is high and associated with a higher risk of mortality: A systematic review and meta-analysis. 20 November 2020. DOI:https://doi.org/10.1016/j.eclinm.2020.100639). Κατά την αναζήτηση εξετάστηκαν 425 πιθανές μελέτες σχετικές με COVID-19, ενώ τελικά επιλέχθηκαν 42 και αποθησαυρίστηκαν στη μετα-ανάλυση. Συνολικά συμπεριλήφθησαν δεδομένα από 8271 ασθενείς. Θρομβοεμβολικά συμβάματα παρατηρήθηκαν στο 21% των ασθενών με COVID-19, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε στο 31% μεταξύ των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 σε μονάδες εντατικής θεραπείας.  Συνολικά, το ποσοστό της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης ήταν 20% για όλους τους ασθενείς με COVID-19, 28% για τους νοσηλευόμενους ασθενείς σε μονάδα εντατικής θεραπείας και 35% για τους ασθενείς που κατέληξαν από COVID-19  και υπεβλήθησαν σε νεκροτομική μελέτη. Το ποσοστό της πνευμονικής εμβολή ήταν 13% στο σύνολο των ασθενών, 19% μεταξύ των ασθενών σε μονάδες εντατικής θεραπείας και 22% σε νεκροτομικές μελέτες. Τα ποσοστά της αρτηριακής θρομβοεμβολής ήταν αρκετά χαμηλότερα, ήτοι 2% για το σύνολο των ασθενών και 5% για τους ασθενείς σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θνησιμότητα ανήλθε στο 23% μεταξύ των ασθενών με θρομβοεμβολή σε σύγκριση με το 13% μεταξύ των ασθενών με COVID-19  χωρίς θρομβοεμβολή. Η πιθανότητα θανάτου ήταν δηλαδή κατά 74% υψηλότερη μεταξύ των ασθενών με θρομβοεμβολή συγκριτικά με τους ασθενείς με COVID-19  χωρίς θρομβοεμβολή. Συμπερασματικά, ο αυξημένος κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου και συνοδού θνησιμότητας σε ασθενείς με COVID-19 καθιστά επιτακτική την ανάγκη για σχολαστική αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου θρομβοεμβολής σε όλους τους ασθενείς με COVID-19 και προληπτική εφαρμογή κατάλληλης αντιπηκτικής αγωγής για θρομβοπροφύλαξη.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: