Τα αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 της μητέρας μεταφέρονται διαπλακουντιακά στο έμβρυο

Τα μητρικά αντισώματα αποτελούν βασικό στοιχείο της νεογνικής ανοσίας. Η κατανόηση της δυναμικής της ανοσιακής απάντησης της μητέρας έναντι του SARS-CoV-2 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η μεταφορά αυτών των αντισωμάτων μέσω του πλακούντα αντισώματος μπορούν να βελτιώσουν τη στρατηγική εμβολιασμού των εγκύων. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ)(https://mdimop.gr/covid19/)συνοψίζουν τα αποτελέσματα σχετικής μελέτης στο έγκριτο περιοδικό JAMA Pediatriacs (D.D. Flannery και συνεργάτες, Assessment of Maternal and Neonatal Cord Blood SARS-CoV-2 Antibodies and Placental Transfer Ratios JAMA Pediatr. January 29, 2021. doi:10.1001/jamapediatrics.2021.0038). Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο νοσοκομείο Πενσυλβάνια στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Συνολικά, 1714 γεννήσεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 9 Απριλίου και 8 Αυγούστου 2020, ενώ 1471 ζεύγη ορών από τη μητέρα και τον πλακούντα ήταν διαθέσιμα για μετρήσεις του τίτλου των αντισωμάτων. Η διάμεση ηλικία των 1714 γυναικών ήταν 32 (εύρος 28-35), από τις οποίες οι 450 ανήκαν στη μαύρη/μη-ισπανική φυλή (26.3%), οι 879 (51.3%) ανήκαν στη λευκή/μη-ισπανική φυλή, οι 203 (11.8%) στην ισπανική φυλή, 126 (7.3%) στην ασιατική φυλή, και 56 (3.3%) σε άλλη φυλή. Από τις μετρήσεις που έγιναν στους διαθέσιμους ορούς, IgG ή/και IgM αντισώματα ανιχνεύτηκαν σε 83 από τις 1471 γυναίκες (6%) τη στιγμή του τοκετού, ενώ IgG αντισώματα ανιχνεύτηκαν στο πλακουντιακό αίμα στα 72 από τα 83 νεογέννητα (87%). Δεν ανιχνεύτηκαν IgM αντισώματα σε κανέναν ορό που προερχόταν από πλακούντα, ενώ δεν ανιχνεύτηκαν αντισώματα σε κανένα νεογνό που γεννήθηκε από οροαρνητική μητέρα. 11 νεογνά που γεννήθηκαν από οροθετικές μητέρες δεν εμφάνισαν αντισώματα. Πιο συγκεκριμένα, τα 5 από τα 11 νεογνά (45%) γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν μόνο IgM αντισώματα, ενώ τα 6 από τα 11 νεογνά (55%) γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν σημαντικά χαμηλότερους τίτλους IgG αντισωμάτων συγκριτικά με όσες απέκτησαν οροθετικά νεογνά. Η συγκέντρωση των IgG αντισωμάτων στον πλακούντα σχετιζόταν θετικά με τη συγκέντρωση των αντισωμάτων στη μητέρα, δηλαδή όσο περισσότερα αντισώματα είχε η μητέρα τόσο περισσότερα αντισώματα ανιχνεύτηκαν στον πλακούντα. Διαπλακουντιακή μετάδοση ανιχνεύτηκε τόσο σε ασυμπτωματικές γυναίκες με παρελθούσα λοίμωξη COVID-19 όσο και αυτές με ήπια, μέτρια ή σοβαρή νόσο COVID-19. Το ποσοστό της μεταφοράς αντισωμάτων από τη μητέρα στο έμβρυο αυξήθηκε όσο αυξήθηκε ο χρόνος από την έναρξη της λοίμωξης COVID-19 ως τον τοκετό. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης συνηγορούν υπερ της τακτικής εμβολιασμού των εγκύων έναντι του SARS-CoV-2, όπως έχει ήδη ξεκινήσει σε μερικές χώρες όπως το Ισραήλ και οι ΗΠΑ.

ΕΦΟΣΟΝ Ο SARS-CoV-2 ΣΠΑΝΙΑ ΜΕΤΑΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ, ΓΙΑΤΙ ΑΚΟΜΑ ΕΜΜΕΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΜΑΝΣΗ ΤΟΥΣ;

Σε μια πρόσφατη δημοσίευση του περιοδικού Nature 

(https://www.nature.com/articles/d41586-021-00251-4?utm_source=Nature+Briefing&utm_campaign=65657f8ef0-briefing-dy-20210201&utm_medium=email&utm_term=0_c9dfd39373-65657f8ef0-45282330), 

σχολιάστηκε το κατά πόσο οι μολυσμένες επιφάνειες αποτελούν συχνή πηγή διασποράς του κορωνοϊού. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Ιωάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτής της δημοσίευσης. Στα τέλη του περασμένου Μαρτίου μία εργαστηριακή μελέτη έδειξε ότι ο SARS-CoV-2 μπορεί να παραμείνει σε πλαστικά και μεταλλικά αντικείμενα για μέρες οδηγώντας έτσι στην οδηγία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το Μάιο για την απολύμανση των επιφανειών ως μέτρο πρωτογενούς πρόληψης. Ο Goldman, ένας μικροβιολόγος από την ιατρική σχολή Rutgers New Jersey, επισήμανε σε ένα άρθρο του, ότι μάλλον οι μολυσμένες επιφάνειες μικρό ρόλο διαδραματίζουν στην μετάδοση του ιού. Έτσι καθώς  συσσωρεύονταν όλο και περισσότερα δεδομένα κατά την πορεία της πανδημίας, καταδείχθηκε ότι κύριο μέσο μετάδοσης ήταν τα μεγάλα σταγονίδια που αποβάλλουν τα μολυσμένα άτομα και μικρότερα σωματίδια καθώς μιλάνε, βήχουν ή αναπνέουν, τα οποία εισπνέονται από τους ανθρώπους στον περίγυρο. Ενώ η μετάδοση από μία μολυσμένη επιφάνεια είναι πιθανή, έχει μικρότερο κίνδυνο συγκριτικά.  
Όμως, είναι πιο εύκολο να απολυμανθούν οι επιφάνειες από το να βελτιωθεί ο εξαερισμός, ειδικά τους χειμερινούς μήνες. Μέχρι το τέλος του 2020 οι παγκόσμιες πωλήσεις των απολυμαντικών για επιφάνειες είχαν αυξηθεί κατά 30% από τον προηγούμενο χρόνο φτάνοντας τα 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ειδικοί θεωρούν λογική σύσταση το καλό πλύσιμο των χεριών, αλλά η υπερβολική απολύμανση των επιφανειών σπαταλά χρόνο και πόρους που θα μπορούσαν να ξοδευτούν στον εξαερισμό και την εξυγίανση του εισπνεόμενου αέρα. 
Η προγενέστερη ιατρική εμπειρία με τους μικροοργανισμούς στα νοσοκομειακά περιβάλλοντα όπως ο MRSA (methicillin-resistant staphylococcus aureus), ο οποίος μπορεί να μεταδοθεί από ασθενή σε ασθενή μέσω ενός στηθοσκοπίου, οδήγησε στην αναζήτηση του κορωνοϊού στα δωμάτια των νοσοκομείων στην αρχή της πανδημίας και φάνηκε να βρίσκεται παντού. Το RNA του ιού μπορεί να βρεθεί τόσο σε αντικείμενα σε μονάδες υγείας όσο και σπίτια που βρισκόταν σε καραντίνα, ή μπάνια, και μάλιστα μπορεί να παραμείνει για εβδομάδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κρουαζιερόπλοιο Diamond Princess, όπου 17 μέρες μετά την εκκένωση του, όταν βρέθηκαν 712 επιβαίνοντες θετικοί στον κορωνοϊό, το RNA του ιού εντοπιζόταν ακόμη στις επιφάνειες των καμπίνων. Ωστόσο, διατυπώθηκε η θεωρία ότι το RNA αυτό είναι σαν το «πτώμα» του ιού και δεν είναι πραγματικά μεταδοτικό. Για να αποδειχθεί αυτό, διάφοροι ερευνητές χρησιμοποίησαν το RNA αυτό και μόλυναν κύτταρα σε εργαστηριακό περιβάλλον. Έτσι μία μελέτη έδειξε ότι ο ιός παρέμενε λοιμογόνος σε πλαστικές και μεταλλικές επιφάνειες για 6 ημέρες, σε χαρτονομίσματα για 3 ημέρες, στις χειρουργικές μάσκες τουλάχιστον για 7 ημέρες, στο δέρμα 4 ημέρες, ενώ στα ρούχα λιγότερο από 8 ώρες. Ενώ τα δεδομένα αυτά συνηγορούν υπέρ της επιβίωσης του κορωνοϊού στις επιφάνειες, αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι άνθρωποι μολύνονται από επιφάνειες, όπως το χερούλι μίας πόρτας. Και αυτό γιατί οι μελέτες αυτές της επιβίωσης του ιού, όχι μόνο χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες του ιού αλλά και ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, διευρύνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ πειραματικών και πραγματικών συνθηκών ακόμα περισσότερο. Σε μία μελέτη του Assuta Ashod πανεπιστημιακού νοσοκομείου στο Ισραήλ όπου προσπάθησαν οι ερευνητές να εντοπίσουν ζωντανό τον ιό στα πράγματα ασθενών και στα έπιπλα σε μονάδες απομόνωσης και ξενοδοχεία καραντίνας, τα μισά δείγματα από τα νοσοκομεία και το ένα τρίτο των ξενοδοχείων ήταν θετικά, αλλά δεν ήταν ικανά να μολύνουν κύτταρα.
 Το 1987 ερευνητές του πανεπιστημίου του Wisconsin-Madison έβαλαν υγιή άτομα να παίξουν χαρτιά στον ίδιο χώρο με άτομα μολυσμένα με ρινοϊό. Όταν τα υγιή άτομα είχαν περιορισμένα τα χέρια τους ώστε να μην μπορούν να αγγίζουν το πρόσωπο τους ή να ακουμπούν τις επιφάνειες, οι μισοί νόσησαν. Ένα παρόμοιο νούμερο μη περιορισμένων εθελοντών νόσησε. Όταν δόθηκαν σε υγιείς εθελοντές μάρκες και χαρτιά τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί και στα οποία είχαν βήξει ασθενείς με ρινοϊό, και τους ώθησαν να ακουμπούν τη μύτη και τα μάτια τους όσο παίζουν χαρτιά κανείς δεν νόσησε. Αυτά τα πειράματα έδωσαν ισχυρό έρεισμα στην θεωρία, ότι οι ρινοϊοί μεταδίδονται αερογενώς, αλλά τέτοια πειράματα θα ήταν ανήθικα για τον SARS-CoV-2, λόγω της φονικής δυναμικής του ιού.  
Σε μία μελέτη που διενεργήθηκε από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο στο Tufts University στη Μασαχουσέτη, οι ερευνητές έπαιρναν καθημερινά δείγματα από εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, προκειμένου να ανιχνεύσουν το γενετικό υλικό του ιού. Με βάση τα επίπεδα RNA του ιού και το πόσο συχνά οι άνθρωποι άγγιζαν τις επιφάνειες αυτές υπολόγισαν τον κίνδυνο λοίμωξης από μολυσμένη επιφάνεια σε λιγότερο από 5 ανά 10000, δηλαδή είναι εφικτή αλλά σπάνια. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί τα πρώτα μέτρα που λήφθηκαν για να ελέγξουν την πανδημία, που ήταν κυρίως η απολύμανση των επιφανειών, ήταν ελάχιστα αποτελεσματικά, ενώ οι κοινωνικές αποστάσεις, ο περιορισμός των ταξιδιών και τα Lockdown ήταν πολύ πιο αποδοτικά.
Όλες αυτές οι πληροφορίες οδηγούν σε συγχυτικά στατιστικά δεδομένα, σχετικά με τα μοτίβα μετάδοσης του νέου ιού, κάτι που είναι απαραίτητο να διερευνηθεί περισσότερο. Οπλισμένοι με ενός έτους δεδομένα για τον ιό SARS-CoV-2 ένα είναι σίγουρο: οι άνθρωποι και όχι οι επιφάνειες πρέπει να μας απασχολούν. Οι περιπτώσεις πολλαπλών κρουσμάτων μετά από μία συνάθροιση συνήθως σε εσωτερικό χώρο δύσκολα ερμηνεύεται μέσω των μολυσμένων επιφανειών, ενώ ξεκάθαρα καταδεικνύει την αερογενή οδό μετάδοσης. Το πλύσιμο των χεριών παραμένει σημαντικό, αλλά πρώτιστο ρόλο παίζει η βελτίωση του εξαερισμού και ο καθαρισμός του αέρα. Παρά τα περιορισμένα δεδομένα για την μετάδοση μέσω επιφανειών, η λογικοφανής και πιθανή αυτή οδός οδηγεί τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στο να προτείνει τεχνικές απολύμανσης ως μέσο πρόληψης. Καταληκτικά ο Goldman αναφέρει ότι ενώ φοράει πάντα μάσκα όταν βγαίνει από το σπίτι, δεν λαμβάνει κάποιο ειδικό μέτρο προφύλαξης για να μην μολυνθεί από κάποια μολυσμένη επιφάνεια, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «προστατεύουμε τον εαυτό μας πλένοντας τα χέρια μας, και αυτό ισχύει με ή χωρίς πανδημία».

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: