Η χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου στις ανεπτυγμένες χώρες είναι πλέον ευρεία, σημειώνοντας αυξητική τάση και στη χώρα μας. Το ηλεκτρονικό τσιγάρο αποτελεί υποκατάστατο του συμβατικού τρόπου καπνίσματος με σκοπό τη μείωση της επίπτωσης των απώτερων επιπλοκών της χρήσης καπνού όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και οι κακοήθειες. Ωστόσο, καθώς το ηλεκτρονικό τσιγάρο έχει εισαχθεί στην αγορά τα τελευταία χρόνια, υπάρχει σχετικά περιορισμένη εμπειρία ως προς τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. 
Προσφάτως δημοσιεύτηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «New England Journal of Medicine» μια σειρά ασθενών που εμφάνισαν οξεία πνευμονική βλάβη μετά τη χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου. Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ανακοίνωσε ότι έχουν καταγράφει τουλάχιστον 450 περιστατικά πνευμονικής βλάβης οξείας ενάρξεως σε νέους χρήστες ηλεκτρονικών τοιγάρων, συμπεριλαμβανομένων και πέντε θανάτων. Για τον λόγο αυτό συστήνει την καθολική διακοπή χρήσης ηλεκτρονικών τσιγάρων τουλάχιστον μέχρι να διαλευκανθεί το αιτιολογικό υπόβαθρο της πνευμονικής βλάβης. 
Τα περιστατικά δεν εμφανίζουν ενδεικτικά σημεία λοίμωξης, ενώ παρουσιάζουν σημαντική ετερογένεια και περιλαμβάνουν μια μεγάλη ομάδα νοσημάτων συμπεριλαμβανομένων της οξείας ηωσινοφιλικής πνευμονίας, της λιποειδούς πνευμονίας, της κλασικής πνευμονίας, της διάχυτης κυψελιδικής βλάβης, της διάχυτης κυψελιδικής αιμορραγίας, της πνευμονίτιδας εξ υπερευαισθησίας, της διάμεσης γιγαντοκυταρικής πνευμονίτιδας και του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειαν. 
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι ασθενείς ανέφεραν χρήση προϊόντων που περιείχαν νικοτίνη και τετραυδροκανναβιδόλη ή κανναβιδόλη. Η δημιουργία τοξικής βλάβης στους πνεύμονες μπορεί να είναι αποτέλεσμα ανάμειξης πρωτογενών ουσιών με πιθανούς επιμολυντές και τη δημιουργία νέων τοξικών χημικών ενώσεων. Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα περιέχουν τουλάχιστον έξι αναγνωρισμένες κατηγορίες τοξικών ουσιών όπως η νικοτίνη, τα καρβονύλια, οι πτητικές οργανικές ενώσεις (βενζένιο, τολουένιο), σωματίδια, μεταλλικά ιχνοστοιχεία, βακτηριακές ενδοτοξίνες και μυκητιασικές γλυκάνες.