Ο εμβολιασμός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης της COVID-19, ενώ η επιβράδυνση της μετάδοσης και η προστασία των πιο ευάλωτων ατόμων βασίζεται στα γνωστά μέτρα προφύλαξης και κοινωνικής αποστασιοποίησης. Σε όσους μολυνθούν από τον SARS-CoV-2, η λοίμωξη μπορεί να εκδηλωθεί ως ασυμπτωματική ή ήπια νόσος, που μοιάζει με μια κοινή ίωση, μέχρι σοβαρή νόσο με αναπνευστική ανεπάρκεια, που απαιτεί διασωλήνωση. Δεν έχουν όλοι οι ασθενείς με COVID-19 τον ίδιο κίνδυνο να εμφανίσουν τις σοβαρές επιπλοκές της νόσου, αλλά αρκετοί από τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου είναι δυνατό να τροποποιηθούν και να μετριαστεί η αρνητική τους επίδραση.

Παράγοντες που έχουν σχετιστεί με μεγαλύτερη πιθανότητα σοβαρής νόσου είναι η μεγαλύτερη ηλικία, η παχυσαρκία και η κακή φυσική κατάσταση, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η χρόνια νεφρική νόσος, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου και καρδιακής ανεπάρκειας. Σε πρόσφατες δημοσιεύσεις υπολογίστηκε ότι περίπου τα δύο τρίτα των νοσηλευομένων για COVID-19 είχαν ένα τουλάχιστον από αυτά τα υποκείμενα νοσήματα, κυρίως παχυσαρκία, αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια. Τα μεταβολικά νοσήματα όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία σχετίζονται με αυξημένη φλεγμονή και συνεπώς η λοίμωξη εξελίσσεται πιο γρήγορα. Επιπλέον, η παχυσαρκία αυξάνει την πιθανότητα θρόμβωσης, που είναι συχνή στη σοβαρή COVID-19, ενώ πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η παχυσαρκία αυξάνει τη μεταδοτικότητα του ιού και μειώνει την ανταπόκριση στον εμβολιασμό.

Ομως όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι δυνατό να τροποποιηθούν. Ακόμη και μια μέτρια βελτίωση της λειτουργικής ικανότητας των πνευμόνων και του δείκτη μάζας σώματος μπορεί να ελαττώσει σε κάποιο βαθμό τον κίνδυνο σοβαρής νόσου. Με βάση στατιστικούς υπολογισμούς, μια μείωση κατά 10% στις καταστάσεις αυτές στον γενικό πληθυσμό θα μπορούσε να ελαττώσει τις νοσηλείες για COVID-19 κατά περίπου 11,1%. Η μεγαλύτερη ηλικία σχετίζεται με μεγαλύτερο επιπολασμό υπέρτασης και διαβήτη, κακή πνευμονική λειτουργία και μεγαλύτερη σχετική μάζα λίπους, αλλά οι αναλύσεις δείχνουν ότι η παρουσία αυτών των παραγόντων εξηγεί σε σημαντικό βαθμό και τη συσχέτιση της ηλικίας με τη σοβαρή νόσο. Αυτό σημαίνει ότι η αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων μπορεί να ωφελήσει όλες τις ηλικίες. Αρα, η σωστή διατροφή και η άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος, η ρύθμιση του σακχάρου με τη σωστή δίαιτα και την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, η πιστή εφαρμογή των θεραπειών για τη ΧΑΠ, η θεραπευτική αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας αποτελούν σημαντικά μέτρα για την πρόληψη των πιο σοβαρών επιπλοκών σε περίπτωση λοίμωξης.

Ορισμένες άλλες ήπιες παρεμβάσεις πιθανόν να έχουν επίσης όφελος. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες παρατήρησης, η παρουσία ορισμένων «καλών» μικροβίων στο έντερο, κυρίως αυτών που σχετίζονται με κατανάλωση γιαουρτιού, ψωμιού με προζύμι και λαχανικών, σχετίζεται με κάποια προστασία από σοβαρή νόσο. Η διαταραχή των πληθυσμών των μικροβίων του εντέρου αποτελεί επίσης αποτέλεσμα κακών διατροφικών συνήθειων αλλά και άσκοπης χρήσης αντιβιοτικών. Αρκετά δεδομένα από μελέτες παρατήρησης συνιστούν ότι ορισμένες βιταμίνες ίσως προστατεύουν από σοβαρή νόσο. Η γήρανση συνοδεύεται από αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με ορισμένες ανεπάρκειες όπως ασβεστίου, βιταμίνης C, βιταμίνης D, φυλλικού οξέος και ψευδαργύρου. Ατομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που νοσούν με COVID-19 έχουν τάση για ανάπτυξη υπερβολικής φλεγμονώδους αντίδρασης και αυξημένη θνητότητα. Η βιταμίνη D βρίσκεται στα γαλακτοκομικά, και με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας λαμβάνει την ενεργό μορφή της. Αρκετοί γιατροί, ειδικά σε χώρες όπου η ηλιοφάνεια είναι φτωχή όπως στον Καναδά, συνιστούν τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Στην Ελλάδα, αν και η ηλιοφάνεια είναι υψηλή, τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι σχετικά χαμηλά σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και ειδικά σε πιο ηλικιωμένα άτομα. Η βιταμίνη C έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες και ίσως να έχει κάποια θετική επίδραση σε ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις. Θετική επίδραση ίσως έχει και ο ψευδάργυρος, ο οποίος αποτελεί συστατικό πολλών ενζύμων και η έλλειψή του προκαλεί την παραγωγή ορισμένων φλεγμονωδών κυτταροκινών. Η αποτελεσματικότητα της χορήγησης των παραπάνω συμπληρωμάτων δεν έχει αποδειχθεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μια ισορροπημένη διατροφή καλύπτει τις σχετικές ανάγκες, όμως σε άτομα με υποκείμενα νοσήματα και χρήση ορισμένων φαρμάκων πιθανόν να εμφανίζονται σοβαρές ελλείψεις. Ενας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι ο επαρκής ύπνος. Ο ύπνος επηρεάζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Αν και η απαιτούμενη ποσότητα ύπνου διαφέρει σε κάθε άτομο, η γενική σύσταση στους ενηλίκους 18-60 ετών είναι επτά ή περισσότερες ώρες.

Είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι ο απαραίτητος περιορισμός της κινητικότητας και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορεί να έχουν συνέπειες όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Η καλή φυσική κατάσταση μπορεί να χαθεί γρήγορα όταν μειωθεί η δραστηριότητα και να οδηγήσει σε αύξηση του βάρους και των επιπέδων παχυσαρκίας. Η κοινωνική αποστασιοποίηση αυξάνει το αίσθημα μοναξιάς, την κατάθλιψη και το άγχος, και κατά συνέπεια μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τις διατροφικές συνήθειες και άλλες συμπεριφορές (κάπνισμα, αλκοόλ κ.λπ). Συνεπώς, η καθοδήγηση όσον αφορά τη δημόσια υγεία για την προστασία από την COVID-19 θα πρέπει να περιλαμβάνει και οδηγίες για έναν υγιή τρόπο ζωής και εναλλακτικούς τρόπους αύξησης της φυσικής δραστηριότητας και διατήρησης της πνευματικής και ψυχικής υγείας.
 
* Ο κ. Ευστάθιος Καστρίτης είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
** Ο κ. Θάνος Δημόπουλος είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρύτανης του ΕΚΠΑ.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: