Εμβολιασμός για τις γυναίκες Αναπαραγωγικής Ηλικίας: Συστάσεις της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρείας

· Η κύηση θεωρείται παράγοντας Υψηλού Κινδύνου νόσησης από SARS-CoV-2:

· H ΕΜΓΕ συστήνει τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 όλων των εγκύων γυναικών και ειδικά αυτών με αυξημένο κίνδυνο έκθεσης (όπως ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, κ.α.)

· Η ΕΜΓΕ συνιστά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 των εγκύων γυναικών με συννοσηρότητες που αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου σε περίπτωση λοίμωξης (όπως διαβήτη, καρδιολογικών και αναπνευστικών νοσημάτων και παχυσαρκίας κλπ. )

· Ο εμβολιασμός συστήνεται κατά την διάρκεια της κύησης σε όλα τα τρίμηνα.

· Αναφορικά με την επιλογή εμβολιαστικού σκευάσματος προτείνεται η χρήση εμβολίων τεχνολογίας mRNA για την κύηση, καθώς τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα αφορούν κυρίως αυτή την κατηγορία εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2 χωρίς όμως να αποκλείονται και οι άλλοι τύποι εμβολίων.

· H χρήση εμβολίων με αδρανοποιημένους ιούς έναντι SARS-CoV-2 δεν αναμένεται να έχει ανεπιθύμητες ενέργειες στην κύηση παρά την έλλειψη σχετικών δεδομένων

· Δεν απαγορεύεται ο εμβολιασμός, με οποιαδήποτε τύπο εμβολίου των γυναικών που θηλάζουν. Ο θηλασμός δεν αποτελεί αντένδειξη για εμβολιασμό της μητέρας έναντι COVID-19 και ενδέχεται να προσφέρει παθητική ανοσοποίηση στο νεογνό.

· Η ΕΜΓΕ συνιστά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 με οποιαδήποτε τύπο εμβολίου, όλων των γυναικών που είναι σε προσπάθεια εγκυμοσύνης στο άμεσο μέλλον , η βρίσκονται σε διαδικασίες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

· Δεν συστήνεται τροποποίηση του προγραμματισμού εγκυμοσύνης με βάση τη χορήγηση οποιουδήποτε από τα εμβόλια έναντι COVID-19, δεν προτείνεται τροποποίηση του εμβολιαστικού σχήματος εάν μεταξύ των δόσεων του εμβολίου η δέκτης ανακαλύψει ότι είναι έγκυος και τέλος δεν συστήνεται διακοπή κύησης λόγω εμβολιασμού.

· Συστήνεται η ύπαρξη μεσοδιαστήματος 14 ημερών μεταξύ του εμβολιασμού έναντι Covid-19 και των άλλων εμβολίων που πρέπει να χορηγούνται κατά την κύηση με βάση την Κατευθυντήρια Οδηγία της ΕΜΓΕ Νο 32 Ανοσοποίηση Στην Κύηση εκτός αν ο άμεσος εμβολιασμός είναι απολύτως αναγκαίος (πχ εμβολιασμός έναντι τετάνου μετά από τραύμα)

Η επίπτωση, τα κλινικά χαρακτηριστικά και η έκβαση ασθενών με εγκεφαλίτιδα σχετιζόμενη με τη νόσο COVID-19

Στο περιοδικό European Journal of Neurology (με συντελεστή απήχησης 4,5) έγινε πρόσφατα αποδεκτή η εργασία των Siow και συνεργατών από τη Σιγκαπούρη και τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και ακολούθως μετά-ανάλυση των μελετών σχετικών με την εμφάνιση εγκεφαλίτιδας έπειτα από νόσο COVID-19. Πιο συγκεκριμένα, στόχος των ερευνητών ήταν η αξιολόγηση της επίπτωσης αυτής της επιπλοκής στους ασθενείς με COVID-19, η διερεύνηση πιθανών παραγόντων κινδύνου και η περιγραφή της κλινικής πορείας και της έκβασης των ασθενών. Την εργασία αυτή σχολιάζουν ο Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Γεώργιος Τσιβγούλης, ο Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Κωνσταντίνος Βουμβουράκης και η Νευρολόγος Λίνα Παλαιοδήμου.

Μετά από τη συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, 16 συγχρονικές μελέτες και 7 σειρές περιστατικών κρίθηκαν ως κατάλληλες για εισαγωγή στη μετά-ανάλυση. Συνολικά συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 129.008 ασθενείς με COVID-19 παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων 138 εμφάνισαν επιπλοκή με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη, λοιμώδη ή αυτοάνοση εγκεφαλίτιδα. Μέσω της μετά-ανάλυσης των δεδομένων, προέκυψε ότι η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας σε ασθενείς με COVID-19 ήταν σχετικά χαμηλή (0.215%). Ωστόσο, φάνηκε ότι η σοβαρή νόσος COVID-19 ήταν παράγοντας κινδύνου για εγκεφαλίτιδα, καθώς το 84% των ασθενών με εγκεφαλίτιδα νοσηλεύονταν είτε σε μονάδες εντατικής θεραπείας είτε σε μονάδες αυξημένης φροντίδας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μεταξύ των ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19, η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας ήταν σαφώς υψηλότερη (6.7%). Ως ένας άλλος παράγοντας κινδύνου αναδείχθηκε το θετικό προηγούμενο ιστορικό, καθώς αναφέρεται ότι σχεδόν το 72% των ασθενών με εγκεφαλίτιδα είχαν κάποια συννοσηρότητα, όπως αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδιαμία ή σακχαρώδη διαβήτη. Δεν υπήρχε διαφορά στα δύο φύλα, ενώ η μέση ηλικία των ασθενών με εγκεφαλίτιδα ήταν τα 59.4 έτη.

Οι περισσότεροι ασθενείς ανέπτυξαν εγκεφαλίτιδα εντός των 2 πρώτων εβδομάδων από τη διάγνωση τους με COVID-19. Ωστόσο, σχεδόν το 24% των ασθενών δεν εμφάνισε συμπτώματα τυπικά για COVID-19 (βήχας, δύσπνοια, πυρετό) μέχρι την εμφάνιση της εγκεφαλίτιδας. Από την ανάλυση των περιστατικών, αναφέρονται ως πιο συχνά συμπτώματα σχετιζόμενα με την ανάπτυξη της εγκεφαλίτιδας η διαταραχή του επιπέδου συνείδησης, οι επιληπτικές κρίσεις, η κεφαλαλγία και η μυϊκή αδυναμία. Η θνητότητα των ασθενών με εγκεφαλίτιδα υπολογίστηκε στο 13.4%.

Συμπερασματικά, παρόλο που η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας είναι σχετικά μικρή μεταξύ των ασθενών με νόσο COVID-19, η θνητότητα από αυτήν την επιπλοκή είναι αρκετά υψηλή. Για το λόγο αυτό, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν αυτή την επιπλοκή, με στόχο την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της.