Η αμυλοείδωση είναι μια σχετικά σπάνια νόσος, που προσβάλλει διάφορα όργανα, πιο συχνά την καρδιά, τους νεφρούς, τα νεύρα, το ήπαρ κ.ά. Οφείλεται στη δημιουργία ινιδίων, του αμυλοειδούς, τα οποία αποτελούνται από τμήματα πρωτεϊνών που κυκλοφορούν στον οργανισμό και ανάλογα με το είδος της πρωτεΐνης, εναποτίθενται στα διάφορα ζωτικά όργανα.

Η αμυλοείδωση εκδηλώνεται με συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά άλλων νοσημάτων. Έτσι, οι άρρωστοι αναφέρουν δύσπνοια, οιδήματα ή κάψιμο στα πόδια, αδυναμία, απώλεια βάρους κ.λπ. Συχνά αυτοί οι ασθενείς διαγιγνώσκονται με «καρδιακή ανεπάρκεια», «λευκωματουρία», «νευροπάθεια» με αποτέλεσμα να μη γίνεται η ενδεδειγμένη βιοψία και να καθυστερεί η διάγνωση της αμυλοείδωσης. Οι δυο συχνότερες μορφές αμυλοείδωσης είναι η πρωτοπαθής αμυλοείδωση από ελαφρές αλυσίδες (AL αμυλοείδωση, προέρχεται από τμήματα ανοσοσφαιρινών που παράγονται στον μυελό των οστών) και η αμυλοείδωση από τρανσθυρετίνη (η ATTR αμυλοείδωση). Η τελευταία έχει δύο βασικές μορφές, την κληρονομούμενη και τη μη κληρονομούμενη που προσβάλλει την καρδιά (και άλλα όργανα σε μικρότερο βαθμό), κυρίως σε ηλικιωμένα άτομα. Η AL αμυλοείδωση αντιμετωπίζεται με χημειο-ανοσοθεραπεία, προσβάλλει πολλαπλά ζωτικά όργανα και έχει κακή πρόγνωση όταν προσβάλλει την καρδιά.