Κανένα εμβόλιο δεν έχει 100% αποτελεσματικότητα. Υπάρχει η πιθανότητα πρωτογενούς αποτυχίας, δηλαδή η μη ανάπτυξη επαρκούς ανοσίας από το αρχικό σχήμα. Στο εμβόλιο της ιλαράς, για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι περίπου 5-10% των παιδιών δεν θα επιτύχει την ανοσία από τον αρχικό εμβολιασμό, γι’ αυτό και συστήνεται ενισχυτικός εμβολιασμός πριν από το σχολείο.

Επίσης υπάρχει η πιθανότητα δευτερογενούς αποτυχίας, που οφείλεται στην εξασθένηση της ανοσολογικής απόκρισης σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εμβόλιο του κοκίτη, το οποίο σε βάθος χρόνου εξασθενεί και για τον λόγο αυτό χρειάζεται ενισχυτική δόση στη σχολική ηλικία. Τέλος, υπάρχει η πιθανότητα τριτογενούς αποτυχίας, δηλαδή αποτυχίας που οφείλεται σε ανοσολογική διαφυγή των στελεχών του ιού σε προϋπάρχοντα εμβόλια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εμβόλιο της γρίπης: πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο και περιέχει διαφορετικά αντιγόνα για να καλύπτει τις μεταλλάξεις που αναπτύσσει ο ιός της γρίπης.

Με βάση, λοιπόν, τη γνώση που έχουμε από άλλους ιούς, μια πιθανή τρίτη ενισχυτική δόση θα μπορούσε να είναι είτε ίδια με τις υπάρχουσες, προκειμένου να καλύψει τα περιστατικά πρωτογενούς και δευτερογενούς αποτυχίας, ή να είναι τροποποιημένη για τα μεταλλαγμένα στελέχη, ώστε να καλύψει τα περιστατικά τριτογενούς αποτυχίας. Δεν γνωρίζουμε, προς το παρόν, αν και ποια εκδοχή ενισχυτικής δόσης θα χρειαστεί, ούτε πότε θα πρέπει να γίνει.

Τα εμβόλια με φορείς αδενοϊούς έχουν ένα εγγενές πρόβλημα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα πολλαπλών δόσεων. Εκτός από την ανοσολογική απάντηση που αναπτύσσεται έναντι του κορωνοϊού, συγχρόνως αναπτύσσεται ανοσολογική απόκριση και έναντι του αδενοϊού που «κουβαλάει» την πληροφορία του κορωνοϊού. Αυτό έχει ως συνέπεια να εξασθενεί η δράση του εμβολίου, καθότι ο αδενοϊός αδρανοποιείται από κυκλοφορούντα αντισώματα πριν ενεργοποιήσει την ανοσολογική απάντηση έναντι του κορωνοϊού. Αυτός είναι ο λόγος που στο εμβόλιο Sputnik-V η δεύτερη δόση έχει διαφορετικό αδενοϊό από την πρώτη. Συνεπώς, εάν χρειαστεί ενισχυτική δόση, τα εμβόλια με φορέα αδενοϊό είναι θεωρητικά πιθανόν να έχουν μειωμένη αποτελεσματικότητα, εκτός εάν χρησιμοποιηθεί διαφορετικός αδενοϊκός φορέας από αυτόν που είχε χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες δόσεις. Αυτό το πρόβλημα δεν φαίνεται να ισχύει για τα εμβόλια mRNA.
 
* Ο κ. Γκίκας Μαγιορκίνης είναι επ. καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
** Ο κ. Θάνος Δημόπουλος είναι καθηγητής Ιατρικής Σχολής, πρύτανης ΕΚΠΑ.