COVID-19: Από την πανδημία στην ενδημικότητα στα παιδιά

Η πρόβλεψη της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης πορείας των νεοεμφανισθέντων παθογόνων έχει γίνει επιτακτική, δεδομένης της συνεχιζόμενης πανδημίας COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης των Ruiyun Li και συνεργατών που δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Science Advances Vol. 7, no. 33, eabf9040 “A general model for the demographic signatures of the transition from pandemic emergence to endemicity”. Για πολλούς παθογόνους μικροοργανισμούς που προσβάλλουν τον άνθρωπο, η βαρύτητα της νόσου εξαρτάται από την ηλικία και την προηγούμενη έκθεση στον λοιμογόνο παράγοντα. Η κατανόηση της συνισταμένης μεταξύ των δημογραφικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου πληθυσμού και της δυναμικής μετάδοσης του SARS-CoV-2 είναι συνεπώς κρίσιμη για την παγκόσμια κοινότητα. Στη συγκεκριμένη μελέτη οι ερευνητές αναπτύσσουν ένα ρεαλιστικό μαθηματικό μοντέλο προκειμένου να προβλέψουν τη μελλοντική πορεία της πανδημίας COVID-19. Το μοντέλο βασίζεται στην ηλικία και λαμβάνει υπόψη επίσης δημογραφικά δεδομένα, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και την ανάπτυξη ανοσίας ώστε να προβλέψει το εύρος των μελλοντικών ηλικιών που θα μολύνει κυρίως ο ιός SARS-CoV-2 και τη θνησιμότητα της COVID-19. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο SARS-CoV-2 έχει το δυναμικό να μετατραπεί σε ενδημικό ιό, σε αντιστοιχία με τον ιό της γρίπης, και επομένως να μολύνει ομάδες του πληθυσμού που δεν θα έχουν ανοσία είτε κατόπιν φυσικής μόλυνσης είτε κατόπιν εμβολιασμού. Επομένως, αναμένεται ότι μελλοντικά ο SARS-CoV-2 δεν θα προσβάλλει τις μεγαλύτερες ηλικίες αλλά τους νεότερους και κυρίως τις παιδικές ηλικίες που δεν θα έχουν προλάβει να εμβολιαστούν έναντι του ιού ή δεν θα έχουν έρθει ακόμα σε επαφή με αυτόν. Στον υπόλοιπο πληθυσμό, ο επαναληπτικός εμβολιασμός ή/και η επαναλαμβανόμενη έκθεση στον SARS-CoV-2 θα οδηγήσει τελικά σε ικανό ανοσιακό επίπεδο και η λοίμωξη θα διαδράμει με ήπια βαρύτητα, κατά αντιστοιχία με άλλους βήτα κορωνοϊούς. Επιπλέον, οι ερευνητές σημειώνουν ότι οι κορωνοϊοί τείνουν να μεταλλάσσονται σημαντικά λιγότερο συχνά όταν έχει παρέλθει η αρχική περίοδος της πανδημίας και γίνουν ενδημικοί. Αναμένεται λοιπόν να ισχύσει το ίδιο και για τον SARS-CoV-2 και μάλιστα να μειωθεί αισθητά η θνητότητα από τη λοίμωξη COVID-19 όταν αυτή γίνει ενδημική. Τέλος, το μαθηματικό μοντέλο που παρουσιάζουν οι ερευνητές είναι ευέλικτο και μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή στην προσαρμογή των στρατηγικών πρόληψης της μετάδοσης σε κάθε χώρα ξεχωριστά παγκοσμίως λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα δημογραφικά δεδομένα και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.


Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΚΡΟΥΣΜΑΤΩΝ COVID-19 ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Καθώς τα σχολεία ανοίγουν ξανά στις ΗΠΑ, ο αριθμός των κρουσμάτων COVID-19 λοίμωξης στα παιδιά έχει αυξηθεί κατακόρυφα επισημαίνει η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιάτρων. Παρατηρείται μία σταθερή αύξηση των κρουσμάτων από τις αρχές Ιουλίου, με 72000 κρούσματα την προηγούμενη εβδομάδα, σημαντικά περισσότερα από τα 39000 της εβδομάδας πριν από αυτήν. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν την πρόσφατη δημοσίευση της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιάτρων. Τα παιδιά αφορούν το 19% των κρουσμάτων στις ΗΠΑ, και θεωρείται ότι η υψηλή μεταδοτικότητα του στελέχους δέλτα οφείλεται για αυτό. Όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί, μολύνονται σε μεγαλύτερο αριθμό από το στέλεχος δέλτα. Αυτό καταδεικνύει πόσο σημαντικό είναι να είναι εμβολιασμένοι οι γονείς όταν έχουν παιδιά κάτω των 12 ετών, ενώ η σύσταση στις ΗΠΑ είναι ο εμβολιασμός όλων των παιδιών άνω των 12 ετών, και η επιστροφή στις τάξεις με την απαραίτητη χρήση μάσκας. Από τα 25 εκατομμύρια παιδιά στις ΗΠΑ ηλικίας 12-17 ετών, τα 10,9 έχουν λάβει τουλάχιστον 1 δόση του εμβολίου της εταιρείας Pfizer, μιας και τα εμβόλια των εταιρειών Moderna και Johnson & Johnson έχουν εγκριθεί σε ενήλικες 18 ετών και άνω. Από την αρχή της πανδημίας έχουν βρεθεί θετικά στον κορωνοϊό 4,2 εκατομμύρια παιδιά. Παρότι η σοβαρή νόσος είναι σπάνια στα παιδιά είναι αναγκαίο να συλλέξουμε περισσότερα δεδομένα για τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές της λοίμωξης COVID-19 στα παιδιά και να ληφθούν υπόψιν οι επιπτώσεις της πανδημίας στην ψυχική υγεία.


Η μετάδοση SARS-CoV-2 από μητέρες σε βρέφη είναι εξαιρετικά σπάνια

Σε μελέτη με τίτλο «Διερεύνηση της μετάδοσης SARS-CoV-2 σε μητέρες και βρέφη στην περιοχή του Οντάριο του Καναδά» που δημοσιεύεται στο περιοδικό JAMA Network open διερευνάται η συχνότητα της μετάδοσης SARS-CoV-2 από μητέρες σε βρέφη. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Από το σύνολο των 96.689 βρεφών που γεννήθηκαν στην περιοχή του Οντάριο του Καναδά, ελέγχθηκαν για SARS-CoV-2 τα 6.176 (6,4%) με τα 1724 (1,8%) εξ ’αυτών να ελέγχονται τις πρώτες 2 εβδομάδες μετά τη γέννηση (νεογνικός έλεγχος). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόνο 177 βρέφη (2,9% αυτών που εξετάστηκαν) ήταν θετικά για SARS-CoV-2. Η διάμεση ηλικία για τα θετικά βρέφη κατά τη διάγνωση ήταν 108 ημέρες, ενώ λιγότερα από 12 περιστατικά βρέθηκαν θετικά στο νεογνικό έλεγχο. Από το σύνολο των 177 θετικών βρεφών, τα 90 (50,9%) είχαν γεννηθεί από μητέρες που είχαν διαγνωσθεί με SARS-CoV-2 κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Από τις 82.484 μητέρες, 156 (0,2%) βρέθηκαν θετικές για SARS-CoV-2 σε διάστημα 2 εβδομάδων κατά τον τοκετό και μόνο 6 βρέφη (3,9%) που γεννήθηκαν από αυτές τις μητέρες διαγνώσθηκαν με SARS-CoV-2 κατά το νεογνικό έλεγχο ενώ άλλα 9 (5,8%) βρέθηκαν θετικά αργότερα κατά την πρώιμη βρεφική ηλικία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για 20 από τα 43 βρέφη (46,5%) που γεννήθηκαν από θετικές μητέρες σε διάστημα 2 εβδομάδων κατά τον τοκετό δεν ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί έλεγχος για SARS-CoV-2.

Τα αποτελέσματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι η μετάδοση από μητέρα σε παιδί στα πρώιμα αλλά και σε μετέπειτα στάδια της ζωής είναι σπάνια. Τα αποτελέσματα είναι σε συμφωνία με προηγούμενες μελέτες που δεν αναφέρθηκε κάθετη μετάδοση SARS-CoV-2.

Τα συστηνόμενα μέτρα προστασίας στο Οντάριο του Καναδά δεν αναφέρουν απομόνωση του νεογνού από τις θετικές μητέρες, ενώ συστήνεται η χρήση μάσκας και η τήρηση του μέτρου της φυσικής απόστασης. Η μελέτη υποστηρίζει τη μη-αναγκαιότητα απομόνωσης του νεογνού από τις θετικές μητέρες. Στους περιορισμούς της μελέτης αναφέρθηκαν η μη δυνατότητα διερεύνησης όλων των θετικών περιστατικών μητέρων και παιδιών, η έλλειψη δεδομένων για θνησιγενή έμβρυα καθώς και η αδυναμία ελέγχου όλων των εγκύων γυναικών.

Σε διαφορετική μελέτη στο περιοδικό JAMA Network open μελετήθηκε η παρουσία αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στο μητρικό γάλα σε γυναίκες που είχαν εμβολιαστεί με εμβόλια mRNA. Η μελέτη περιέλαβε 33 συμμετέχοντες με μέση ηλικία τα 37,4 έτη. Καμία γυναίκα δεν είχε μολυνθεί με SARS-CoV-2 πριν τον εμβολιασμό, ή κατά τη διάρκεια της μελέτης. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε σε 93 δείγματα ορού και μητρικού γάλακτος από τους 33 συμμετέχοντες. Τα αρχικά δείγματα ελήφθησαν σε διάστημα 14 ημερών (διάμεση τιμή) μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, ενώ τα μεταγενέστερα δείγματα συλλέχθηκαν 14 και 28 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, αντίστοιχα.

Η διάμεση τιμή των αντισωμάτων IgG (S1) για τα δείγματα ορού και μητρικού γάλακτος ήταν 519 και 1 AU/ml για το χρονικό σημείο 1, 18644 και 78 AU/mL για το χρονικό σημείο 2 και 12478 και 50,4 AU/mL για το χρονικό σημείο 3, αντίστοιχα. Ο συντελεστής συσχέτισης Pearson μεταξύ των επιπέδων αντισωμάτων σε ορό και μητρικό γάλα ήταν 0,7.

Τα αποτελέσματά της μελέτης υποδηλώνουν την παρουσία ειδικών αντισωμάτων IgG (S1) στο μητρικό γάλα σε γυναίκες που εμβολιάστηκαν με το εμβόλιο mRNA της εταιρείας Pfizer-BioNTech. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι μετά τη δεύτερη δόση, τα επίπεδα αντισωμάτων στο μητρικό γάλα αυξήθηκαν σημαντικά και παρουσίασαν θετική συσχέτιση με τα αντίστοιχα επίπεδα στον ορό.