ΤΑ MRNA ΕΜΒΟΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΗ ΓΙΑ ΕΓΚΥΕΣ, ΘΗΛΑΖΟΥΣΕΣ Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΕΓΚΥΕΣ

Έναν από τους πιο ευαίσθητους πληθυσμούς σε δυνητικά σοβαρή λοίμωξη COVID-19 αποτελούν οι έγκυες γυναίκες. Με την επιτυχημένη παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων παρέχεται η δυνατότητα προστασίας του πληθυσμού έναντι του SARS-CoV-2, ωστόσο υπήρχε σκεπτικισμός γύρω από την ασφάλεια του εμβολιασμού εγκύων γυναικών, καθώς δεν είχαν συμπεριληφθεί στις κλινικές μελέτες. Έτσι διενεργήθηκε μία μελέτη, που συμπεριέλαβε 17525 έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες η οποία έδειξε, ότι τα mRNA εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 είναι καλώς ανεκτά στον ευαίσθητο αυτό πληθυσμό. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης, και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα της μελέτης όπως δημοσιεύτηκαν στο “JAMA Network Open”. Η μελέτη συμπεριέλαβε 7809 έγκυες γυναίκες, 6815 θηλάζουσες, και 2091 γυναίκες που σκόπευαν να μείνουν έγκυες σε σύντομο χρονικό διάστημα από την πρώτη δόση του εμβολίου. Το 61,9% εμβολιάστηκε με το mRNA εμβόλιο της εταιρείας Pfizer και το 37,8% με το εμβόλιο της εταιρείας Moderna, ενώ 89,9% των γυναικών έλαβε και τις δύο δόσεις. Το 97% ανέφερε κάποια οποιαδήποτε ενέργεια μετά την πρώτη δόση, με συχνότερη τον πόνο στο σημείο της έγχυσης (91,4%) και δεύτερη την κόπωση (31,3%). Η συχνότητα των αντιδράσεων ήταν μεγαλύτερη με τη δεύτερη δόση, αλλά συνολικά μόνο 100 άτομα (0,6%) αναζήτησαν ιατρική βοήθεια μετά την πρώτη δόση, μεταξύ των οποίων 50 έγκυες, και 221 γυναίκες (1,3%) μετά τη δεύτερη δόση, μεταξύ των οποίων 156 έγκυες. Ανάμεσα στις 7809 έγκυες γυναίκες ανέφεραν μαιευτικά προβλήματα συνολικά 346 γυναίκες (4,4%) μετά την πρώτη δόση, και 484 (7,5%) μετά τη δεύτερη. Συνολικά 6586 (84,3%) έγκυες γυναίκες είχαν λάβει και τις δύο δόσεις τη στιγμή της ανάλυσης των δεδομένων. Από αυτές, 6244 (94,8%) ήταν ακόμη έγκυες, 288 (4,4%) είχαν γεννήσει, και 49 (0,7%) ανέφεραν αποβολές στη φάση της δεύτερης δόσης του εμβολίου. Ανάμεσα στις γυναίκες που θήλαζαν, διακοπή του θηλασμού ανέφεραν 155 γυναίκες (2,3%) μετά την πρώτη δόση και 130 (2,1%) μετά τη δεύτερη. Μειωμένη παραγωγή γάλακτος για λιγότερο από 24 ώρες ανέφεραν 339 γυναίκες (5%) μετά την πρώτη και 434 (7,2%) μετά τη δεύτερη δόση. Περισσότερες μελέτες διενεργούνται για να διερευνήσουν τα αποτελέσματα των COVID-19 εμβολίων σε αυτόν τον ευαίσθητο πληθυσμό, ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλεια τους, αλλά τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης κρίνονται ενθαρρυντικά.


Άτομα που έχουν μολυνθεί με τη μετάλλαξη Δέλτα καθυστερούν να εμφανίσουν συμπτώματα, ενώ είναι ικανά να μεταδίδουν τον ιό

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, άτομα που έχουν μολυνθεί με τη μετάλλαξη Δέλτα καθυστερούν να εμφανίσουν συμπτώματα COVID-19, ενώ είναι ικανά να μεταδίδουν τον ιό SARS-CoV-2. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτά.

Συγκεκριμένα, αναλύθηκαν λεπτομερώς στοιχεία από 101 άτομα στην Κίνα που μολύνθηκαν με τη μετάλλαξη Δέλτα μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2021, καθώς και δεδομένα από στενές επαφές των ατόμων αυτών. Διαπιστώθηκε ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι άρχισαν να έχουν συμπτώματα 5,8 ημέρες μετά την αρχική μόλυνση και 1,8 ημέρες αφότου βρέθηκαν για πρώτη φορά θετικοί σε ιικό RNA. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα αυτά ήταν ικανά για 2 σχεδόν μέρες να μολύνουν άλλους, πριν έχουν οποιοδήποτε σύμπτωμα της νόσου. Ο χρόνος αυτός είναι μεγαλύτερος συγκριτικά με παλαιότερες μορφές του ιού. Πράγματι, σε αυτή την περίπτωση χρειάζονται κατά μέσο όρο 6,3 ημέρες για να αναπτυχθούν συμπτώματα και 5,5 ημέρες για να έχουν θετικό RNA, αφήνοντας ένα στενότερο παράθυρο 0,8 ημερών για μόλυνση χωρίς παρουσία συμπτωμάτων.

Επίσης, στην τελευταία μελέτη διαπιστώθηκε ότι όσοι μολύνθηκαν με τη μετάλλαξη Δέλτα είχαν υψηλότερο ιικό φορτίο στο σώμα τους. Ως αποτέλεσμα, το 74% των μολύνσεων έλαβε χώρα κατά την προσυμπτωματική φάση. Οι ερευνητές υπολόγισαν ακόμη τον βασικό αριθμό αναπαραγωγής ή R0, που είναι ο μέσος αριθμός των ανθρώπων στους οποίους κάθε μολυσμένο άτομο θα μεταδώσει τον ιό σε ευαίσθητο πληθυσμό. Εκτίμησαν ότι η μετάλλαξη Δέλτα έχει R0 6,4, πολύ υψηλότερο από το R0 2 ως 4 που υπολογίστηκε για την αρχική μορφή του SARS-CoV-2. Όλα τα παραπάνω εξηγούν πώς η μετάλλαξη αυτή κατάφερε να γίνει σύντομα το κυρίαρχο στέλεχος παγκοσμίως.

Ένας μικρός αριθμός συμμετεχόντων στη μελέτη εκδήλωσε τη λοίμωξη με τη μετάλλαξη Δέλτα, ενώ είχε λάβει και τις δύο δόσεις εμβολίου. Όμως, στα άτομα αυτά το ιικό φορτίο ήταν μειωμένο, ειδικά στην κορύφωση της λοίμωξης. Τα εμβολιασμένα άτομα είχαν επίσης 65% λιγότερες πιθανότητες από τα μη εμβολιασμένα άτομα να μεταδώσουν τον ιό σε κάποιον άλλο. Αυτή η παρατήρηση είναι καθησυχαστική ότι τα εμβόλια παραμένουν αποτελεσματικά και αποτελούν σημαντικότατη απάντησή μας στην πανδημία.

https://www.medrxiv.org/content/10.1101/2021.08.12.21261991v1