Ο εμβολιασμός μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής μετάδοσης

Σε πρόσφατο άρθρο στο New England Journal of Medicine αναφέρεται η σημασία τoυ εμβολιασμού στη μείωση του κινδύνου της ενδοοικογενειακής μετάδοσης. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Δεδομένης της επέκτασης των εμβολιασμών έναντι του COVID-19 ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα αν ο εμβολιασμός προστατεύει από μεταδόσεις του κορωνοϊού στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον των ατόμων που έχουν εμβολιαστεί. Η υπόθεση διερευνήθηκε σε υγειονομικούς και στα μέλη των οικογενειών τους στη Σκωτία. Η συγκεκριμένη κατηγορία αποτελεί μια από τις πρώτες ομάδες πληθυσμού που εμβολιάστηκαν παγκοσμίως.

Τα δεδομένα αφορούσαν 194.362 μέλη οικογενειών από 92.470 νοικοκυριά μεγέθους 2 έως 14 ατόμων ανά νοικοκυριό που αφορούσαν 144.525 επαγγελματίες υγείας που απασχολήθηκαν κατά την περίοδο Μαρτίου - Νοεμβρίου 2020. Η μέση ηλικία των μελών της οικογένειας και των επαγγελματιών υγείας ήταν 31 και 44 έτη, αντίστοιχα. Συνολικά 113.253 επαγγελματίες υγείας (78,4%) είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου mRNA BNT162b2 (Pfizer – BioNTech) ή του εμβολίου ChAdOx1 nCoV-19 (Oxford – AstraZeneca) και 36.227 (25,1%) είχαν λάβει και τη δεύτερη δόση.
 
Τα κρούσματα COVID-19 και ο αριθμός νοσηλειών που καταγράφηκαν αφορούσαν το διάστημα μεταξύ 8 Δεκεμβρίου 2020 και 3 Μαρτίου 2021. Οι δύο χρονικές περίοδοι που συγκρίθηκαν αφορούσαν το διάστημα πριν τον εμβολιασμό και το διάστημα που ξεκινούσε 14 ημέρες μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης στους επαγγελματίες υγείας. 
 
Τα περιστατικά COVID-19 ήταν σημαντικά περισσότερα μεταξύ των μελών των οικογενειών των επαγγελματιών υγείας κατά την περίοδο που δεν ήταν εμβολιασμένοι σε σχέση με 14 ημέρες μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Συγκεκριμένα για τις δύο χρονικές περιόδους καταγράφηκαν 9,4 μεταδόσεις ανά 100 άτομα σε διάστημα ενός έτους (ανθρωποέτη) σε σχέση με 5,93 μεταδόσεις ανά 100 άτομα σε διάστημα ενός έτους, αντίστοιχα. Ο αριθμός των κρουσμάτων ήταν ακόμα μικρότερος μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου (2,98 περιστατικά ανά 100 άτομα σε διάστημα ενός έτους). Οι παραπάνω διαφορές παρέμειναν σημαντικές όταν στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν επιπλέον παράμετροι όπως η χρονική περίοδος, η γεωγραφική περιοχή, η ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, ή άλλες παθολογικές καταστάσεις. 
 
Σε σχέση με την περίοδο πριν από τον εμβολιασμό, ο σχετικός κίνδυνος για να συμβεί μια μετάδοση στο οικογενειακό περιβάλλον των επαγγελματιών υγείας ήταν 0,70 (95% ΔΕ: 0,63-0,78) για την περίοδο 14 ημέρες μετά την πρώτη δόση και 0,46 (95% ΔΕ: 0,30-0,70) για την περίοδο 14 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση. Η προστασία που παρέχει το εμβόλιο ίσως είναι μεγαλύτερη δεδομένου ότι όλες οι μεταδόσεις δεν οφείλονται στους επαγγελματίες υγείας και πιθανόν κάποιες από αυτές να έχουν προκύψει από διαφορετική πηγή. Ο εμβολιασμός επίσης σχετίστηκε με μείωση κρουσμάτων και του αριθμού νοσηλειών που σχετίζονται με COVID-19 σε επαγγελματίες υγείας στην περίοδο που εμβολιάστηκαν (14 ημέρες μετά την πρώτη δόση) σε σχέση με τότε που ήταν ανεμβολίαστοι. 
 
Δεδομένου ότι ο εμβολιασμός μειώνει τoν κίνδυνο λοίμωξης με SARS-CoV-2, είναι εύλογο ότι ο εμβολιασμός μειώνει επίσης τον κίνδυνο μετάδοσης, αλλά προς τα παρόν τα δεδομένα από κλινικές δοκιμές και μελέτες παρατήρησης είναι περιορισμένα. Η παρούσα μελέτη υποδεικνύει ότι ο εμβολιασμός μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του SARS-CoV-2 λόγω της παρατήρησης ότι ο εμβολιασμός μειώνει τον κίνδυνο ενδοοικογενειακής μετάδοσης από τους επαγγελματίες υγείας. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τους επαγγελματίες υγείας και τα άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.


Η αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών σε πραγματικές συνθήκες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Η αποτελεσματικότητα των φαρμακευτικών παρεμβάσεων, όπως είναι και τα εμβόλια, μπορεί να διαφέρει στην πραγματικότητα από αυτήν που παρατηρείται στα πλαίσια της κλινικής δοκιμής. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιες φορές οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις γίνονται σε καλά ελεγχόμενες συνθήκες εντός των κλινικών μελετών που όμως δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικές συνθήκες καθημερινής κλινικής πράξης. Για αυτό το λόγο οι μελέτες αποτελεσματικότητας των εμβολίων στα πλαίσια της καθημερινής κλινικής πράξης είναι εξαιρετικά σημαντικές. 

Σε μία μελέτη που διεξάχθηκε στις ΗΠΑ και δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό New England Journal of Medicine αναδεικνύεται η υψηλή αποτελεσματικότητα των εμβολίων της Pfizer, της Moderna και της Johnson&Johnson σε πραγματικές συνθήκες σε άτομα μεγαλύτερα από 50 ετών. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης.   Οι ερευνητές αφού ανέλυσαν τα στοιχεία από περίπου 100.000 εισαγωγές σε νοσοκομεία  μεταξύ 1 Ιανουαρίου και 22 Ιουνίου 2021 είδαν ότι,  σε πραγματικές συνθήκες, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στο να προστατεύουν από εισαγωγή στο νοσοκομείο, επίσκεψη στα επείγοντα περιστατικά ή εισαγωγή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας προσεγγίζει το 90%. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που ανέδειξε η μελέτη αυτή είναι ότι η επάρκεια της ανοσολογικής απόκρισης αυξάνεται σημαντικά μετά την 13η ημέρα από την πρώτη δόση και μεγιστοποιείται γύρω στις 50 ημέρες από την πρώτη δόση οπότε φαίνεται ότι παραμένει σταθερή για τουλάχιστον 3 μήνες μετά από την πρώτη δόση.