Τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 ανιχνεύονται για τουλάχιστον 1 έτος μετά τη λοίμωξη COVID-19 στους ανθρώπους

Γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα άτομα που νοσούν με COVID-19 αναπτύσσουν αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Ωστόσο, δεν έχει εξακριβωθεί η διάρκεια της ανοσίας έναντι της επαναλοίμωξης. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να καθοριστεί ο χρόνος ζωής των ειδικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα σχετικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε στη Φιλανδία και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό European Journal of Immunology από τους Anu Haveri και συνεργάτες (doi: 10.1002/eji.202149535). Οι ερευνητές αξιολόγησαν τη διάρκεια ανίχνευσης αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στον ορό 367 ατόμων που είχαν νοσήσει από COVID-19. Οι μετρήσεις έγιναν στους 8 και 13 μήνες μετά τη διάγνωση της λοίμωξης, ενώ όλες οι λοιμώξεις είχαν αποδοθεί στο αρχικό στέλεχος «αγρίου τύπου» του SARS-CoV-2. Προσδιορίστηκαν οι τίτλοι αντισωμάτων ανοσοσφαιρίνης G (IgG) έναντι τόσο της πρωτεΐνης – ακίδας S του SARS-CoV-2 (S-IgG) όσο και έναντι της νουκλεοπρωτείνης Ν του ιού (Ν-IgG). Προσδιορίστηκε επίσης και το ποσοστό των ατόμων με εξουδετερωτικά αντισώματα (NAb) έναντι του SARS-CoV-2. Επιπλέον, σε μια υπο-ομάδα 78 ατόμων προσδιορίστηκαν οι τίτλοι εξουδετερωτικών αντισωμάτων τόσο έναντι του αρχικού στελέχους «αγρίου τύπου» του SARS-CoV-2, όσο και έναντι των στελεχών Άλφα (Β.1.1.7), Βήτα (Β.1.351) και Δέλτα (Β.1.617.2). Οι ερευνητές ανίχνευσαν εξουδετερωτικά αντισώματα (ΝΑb) έναντι του αρχικού στελέχους «αγρίου τύπου» του SARS-CoV-2 στο 89% των ατόμων 13 μήνες μετά την αρχική διάγνωση της COVID-19. Επιπλέον, το 97% εμφάνισε αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης – ακίδας S του SARS-CoV-2 (S-IgG). Ωστόσο, μόλις το 36% είχε αντισώματα έναντι της νουκλεοπρωτείνης Ν του ιού (Ν-IgG). Όσον αφορά στις μεταβολές των αντισωμάτων κατά τη διάρκεια του χρόνου, η μέση συγκέντρωση των S-IgG αντισωμάτων μειώθηκε λιγότερο από το ένα τρίτο ενώ η μέση συγκέντρωση των Ν-IgG αντισωμάτων μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα μεταξύ 8 και 13 μηνών από την αρχική διάγνωση COVID-19. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα άτομα με ιστορικό σοβαρής λοίμωξης COVID-19 είχαν σημαντικά πιο αυξημένα επίπεδα IgG και εξουδετερωτικών αντισωμάτων και αναμένεται να παραμείνουν οροθετικοί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα συγκριτικά με τους υπόλοιπους. Επιπλέον, οι τίτλοι των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι των στελεχών Άλφα, Βήτα και Δέλτα ήταν μειωμένοι συγκριτικά με τα αντισώματα έναντι του «αγρίου τύπου» του SARS-CoV-2, ειδικά σε άτομα που είχαν ήπια νόσο. Συμπερασματικά, τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 ανιχνεύονται για τουλάχιστον 1 έτος μετά τη λοίμωξη COVID-19 στους ανθρώπους.


Αλγόριθμος πρόβλεψης εγκύων με συμπτωματική λοίμωξη COVID-19 για σοβαρή νόσο και εισαγωγή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Διεθνής μελέτη με ελληνική συμμετοχή από το ΕΚΠΑ

Τίτλος μελέτης: An internally validated prediction model for critical COVID-19 infection and intensive care unit admission in symptomatic pregnant women. Am J Obstet Gynecol (in press) available on line

Σχολιασμός: Σοφία Καλανταρίδου, Παναγιώτης Κρόκος, Γεώργιος Παπαϊωάννου. Γ’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική ΕΚΠΑ, ΠΓΝ Αττικό

Οι έγκυες που προσβάλλονται από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 έχουν αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές, εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας και διασωλήνωση, σε σύγκριση με γυναίκες αντίστοιχης ηλικίας που δεν είναι έγκυες. Πολυκεντρική διεθνής προοπτική μελέτη με συμμετοχή δέκα κέντρων εμβρυομητρικής ιατρικής από Βρετανία, Ελλάδα, Αυστρία και Τουρκἰα έδειξε ότι χρησιμοποιώντας ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία της μητέρας, ο δείκτης μάζας σώματος και το τρίμηνο της κύησης μπορεί να γίνει πρόβλεψη του κινδύνου για σοβαρή μορφή της λοίμωξης COVID-19 (miniCOMIT), ενώ προσθέτοντας και κάποια κλινικά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι δείκτες φλεγμονής, μπορεί να γίνει πρόβλεψη για εμφάνιση προεκλαμψίας, σοβαρή επιδείνωση ή και θάνατο (fullCOMIT). Στη μελέτη συμμετείχαν 793 έγκυες/λεχωϊδες με συμπτωματική λοίμωξη COVID-19, από τις οποίες οι 44 (5.5%) έκαναν εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας και οι 10 (1.3%) κατέληξαν.  Χρησιμοποιώντας τους δύο αλγορίθμους μπορεί αφενός να γίνει σωστή συμβουλευτική σε έγκυες που διστάζουν να εμβολιαστούν και οι οποίες παρουσιάζουν επιβαρυντικούς παράγοντες για σοβαρή νόσο (πχ μεγάλη ηλικία, παχυσαρκία, κάπνισμα), έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν εγκαίρως για τον εμβολιασμό τους (miniCOMIT) και αφετέρου να μπορεί να γίνει έγκαιρα η εισαγωγή των συμπτωματικών εγκύων, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο για επικείμενη επιδείνωση της κατάστασής τους (fullCOMIT). Οι περισσότερες μελέτες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα με προβλεπτικά μοντέλα επιδείνωσης της νόσου σε ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 δεν περιλαμβάνουν έγκυες γυναίκες. Έτσι, η μελέτη αυτή, που αφορά μόνο έγκυες, δίνει τη δυνατότητα να γίνει σωστή ενημέρωση όσον αφορά τον εμβολιασμό και επιτρέπει στα συστήματα υγείας και τους ιατρούς να κάνουν σωστή επιλογή των εγκύων που πρέπει να εισαχθούν στα νοσοκομεία πριν επιδεινωθεί η κατάστασή τους και κινδυνεύσει τόσο η υγεία τους όσο και η υγεία του μωρού τους.

Από την Ελλάδα συμμετείχε η Γ’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Αττικό Νοσοκομείο, με την Καθηγήτρια Σοφία Καλανταρίδου, τον Ακαδημαϊκό Υπότροφο Γεώργιο Παπαϊωάννου και τον ιατρό Παναγιώτη Κρόκο, από τη Βρετανία συμμετείχαν τρία νοσοκομεία από το Λονδίνο, το St George’s Hospital, St George’s University of London, το University College London Hospital και το King’s College London, από την Αυστρία συμμετείχε, από τη Βιέννη, το Medical University of Vienna, και από την Τουρκία συμμετείχαν πέντε νοσοκομεία, από την Άγκυρα το Middle East Technical University και από την Κωνσταντινούπολη το American Hospital,  το Koc University, το Sancaktepe Sehit Prof Dr Ilhan Varank Training and Research Hospital και το Prof Dr Cemil Tascioglu City Hospital.