Ανίχνευση του SARS-CoV-2, από το εργαστήριο στο σπίτι!

Σε πρόσφατη δημοσίευση στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό των ΗΠΑ JAMA, αναλύονται τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα των αυτοδιαγνωστικών τεστ (self-RAPID) για τον ιό SARS-CoV-2. Οι Καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Τρουγκάκος, Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη μελέτη.

Παρόλο που ο εμβολιασμός έναντι του SARS-CoV-2 αποτελεί προς το παρόν τη μόνη λύση για την εξάλειψη της πανδημίας, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παραμένει ανεμβολίαστο.  Υπό αυτές τις συνθήκες και με στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και την επάνοδο στην κανονικότητα, ο FDA των ΗΠΑ έχει δώσει ταχεία έγκριση σε 7 self-RAPID τεστ, τα οποία ανιχνεύουν πρωτεΐνες (αντιγόνα) του ίδιου του ιού και σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, πιστοποιούν τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2. Τα self-RAPID τεστ αγοράζονται χωρίς ιατρική συνταγή, πραγματοποιούνται στο σπίτι, δίνουν το αποτέλεσμα εντός μερικών λεπτών, και μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο από ασυμπτωματικούς όσο και από συμπτωματικούς φορείς του κορωνοϊού SARS-CoV-2. 

Τα self-RAPID τεστ αποτελούν μια εύκολη, γρήγορη και οικονομικά προσιτή λύση για την άμεση ανίχνευση των φορέων του SARS-CoV-2. Παρ’ όλα αυτά, δεν παρουσιάζουν την αναμενόμενη ευαισθησία, γεγονός που συνήθως δεν οφείλεται στον τύπο του τεστ, αλλά στον λανθασμένο τρόπο χρήσης του ή/και στο γεγονός ότι πολλά από τα συγκεκριμένα τεστ πραγματοποιούνται σε λανθασμένη χρονική στιγμή όσον αφορά την εξέλιξη της νόσου. Αντίθετα, η διαγνωστική μέθοδος ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού (μοριακός έλεγχος με PCR) έχει ιδιαίτερα υψηλή ευαισθησία, αλλά πραγματοποιείται μόνο από εξειδικευμένο προσωπικό, έχει αυξημένο κόστος και επιπλέον, απαιτεί ημέρες για την έκδοση του αποτελέσματος, έτσι ώστε συχνά το θετικό αποτέλεσμα να ανακοινώνεται αφού ο φορέας έχει αναρρώσει και δεν μεταδίδει πλέον τον ιό. Σε αυτό το σημείο να διευκρινιστεί ότι οι συμπτωματικοί φορείς παρουσιάζουν υψηλή μολυσματικότητα 2 ημέρες πριν την εμφάνιση των συμπτωμάτων και έως 5 ημέρες αφού τα συμπτώματα υποχωρήσουν. Το αντίστοιχο χρονικό εύρος στους ασυμπτωματικούς φορείς είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. 

Ποια είναι η σωστή χρήση των self-Rapid τεστ;
Μελέτες έχουν δείξει ότι στην περίπτωση που το ιικό φορτίο του φορέα είναι υψηλό, το self-Rapid τεστ και ο μοριακός έλεγχος με PCR συνήθως συμφωνούν. Η συμβατότητα των αποτελεσμάτων του αντιγονικού και του μοριακού τεστ φαίνεται να επηρεάζεται και από τη χρονική στιγμή διεξαγωγής του τεστ (χρόνος από την εμφάνιση των συμπτωμάτων ή την επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα), αλλά και τον τρόπο δειγματοληψίας (ποσότητα δείγματος), ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις μεταλλάξεις του ιού που αφορούν την πρωτεΐνη Spike, ανάμεσα στις οποίες και η μετάλλαξη Δέλτα.

Όσον αφορά στη χαμηλή ευαισθησία των self-RAPID τεστ, το πρόβλημα προκύπτει κυρίως σε περιοχές με υψηλό αριθμό κρουσμάτων, όπου ενώ ένα θετικό αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις θα συμφωνεί με το PCR τεστ, ένα αρνητικό αποτέλεσμα (ειδικά σε συμπτωματικά άτομα) συνήθως δεν συμφωνεί. Ο λόγος είναι ότι το self-RAPID τεστ παρουσιάζει, σε σύγκριση με το μοριακό τεστ, υψηλότερο ρυθμό εμφάνισης ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων εξαιτίας της μειωμένης δυνατότητας του να ανιχνεύει χαμηλά επίπεδα ιικού αντιγόνου. Επιπλέον, η πιθανότητα ασυμφωνίας των δυο τεστ αυξάνεται κατακόρυφα στην περίπτωση των ασυμπτωματικών φορέων, οι οποίοι όχι μόνο έχουν χαμηλό ιικό φορτίο, αλλά τις περισσότερες φορές ο έλεγχος πραγματοποιείται αρκετές ημέρες αφότου το άτομο έχει μολυνθεί. Στις παραπάνω περιπτώσεις αρνητικού self-RAPID τεστ και συγκριμένα όπου υπάρχουν ενδείξεις μόλυνσης από SARS-CoV-2 ή επαφής με επιβεβαιωμένο κρούσμα, προτείνεται περαιτέρω μοριακός έλεγχος. Βέβαια, παρά τη διευκόλυνση που προσφέρει η αυτοδιάγνωση και ενώ οι πωλήσεις των self-RAPID τεστ συνεχίζουν να αυξάνονται, το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ σημειώνει ότι η δήλωση των αυτοδιαγνωστικών τεστ έχει μειωθεί κατακόρυφα, μειώνοντας αντίστοιχα και την καταγραφή των κρουσμάτων με SARS-CoV-2. Παρότι οι κατασκευαστές των self-RAPID τεστ έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα εξελιγμένα μέσα δήλωσης των αποτελεσμάτων, όπως για παράδειγμα εφαρμογές σε κινητά τηλέφωνα συμβατές με τη φόρμα δήλωσης κρουσμάτων του CDC, η συμμετοχή στις επιδημιολογικές εκθέσεις επιτήρησης της COVID-19 έγκειται στην υπευθυνότητα του εκάστοτε πολίτη.

Παρά την χαμηλή τους ευαισθησία τα αυτοδιαγνωστικά τεστ ανίχνευσης αντιγόνου αποτελούν μια ταχύτατη και οικονομική λύση για τους απαραίτητους εκτενείς ελέγχους στην εργασία, στο σχολείο και σε άλλους κλειστούς χώρους συναθροίσεων. Με την αύξηση δε του ιικού φορτίου η πιθανότητα ανίχνευσης του ιού αυξάνεται ανάλογα με την συχνότητα διεξαγωγής των ελέγχων. Συγκεκριμένα, μια μελέτη που αφορά την αποδοτικότητα της χρήσης self-RAPID τεστ στο χώρο εργασίας αναφέρει ότι ο συχνός έλεγχος του προσωπικού παρουσιάζει 78,9% ακρίβεια όταν τα τεστ πραγματοποιούνται τις ημέρες 0-12 από την έναρξη των συμπτωμάτων, αποτρέποντας έτσι την μετάδοση του ιού στο συγκεκριμένο περιβάλλον. 

Συμπερασματικά, καθώς τα αυτοδιαγνωστικά self-RAPID τεστ ταχείας ανίχνευσης των αντιγόνων του νέου κορωνοϊού μπορούν να ανιχνεύουν και τα μεταλλαγμένα ιικά στελέχη, αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια περιορισμού της πανδημίας.


Παιδιατρικός καρκίνος και πανδημία COVID-19

O μήνας Σεπτέμβρης αποτελεί το μήνα ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης για τον καρκίνο στα παιδιά. Ένα σπάνιο νόσημα, αλλά ένα νόσημα με σοβαρές επιπτώσεις τόσο στους ασθενείς όσο και στις οικογένειες τους. Ένα νόσημα που μπορεί να νικηθεί αλλά συχνά με επίπονες και μακροχρόνιες προσπάθειες και σοβαρές άμεσες και απώτερες επιπλοκές. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά: 300-350 νέες διαγνώσεις κάθε χρόνο στην Ελλάδα, 35000 σε όλη την Ευρώπη με 6000 παιδιά να καταλήγουν λόγω καρκίνου. Οι Παιδίατροι Ογκολόγοι-Αιματολόγοι, Έλενα Σολωμού και Αντώνης Καττάμης (Καθηγητής ΕΚΠΑ)  αναφέρουν ότι στις αρχές του 2020, η πανδημία COVID-19 είχε σαν αποτέλεσμα να στραφεί η ερευνητική κοινότητα σε ένα νέο δρόμο ερευνητικής προσέγγισης. Αρχικά, για την κατανόηση του ιού από την μια πλευρά, και από την άλλη πως η πανδημία έχει επηρεάσει τους κατοίκους διαφόρων περιοχών αλλά και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Ενώ η έρευνα στην COVID-19 εποχή θα μπορούσε να έχει γίνει μεμονωμένα ή ανταγωνιστικά, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει στην ιατρική κοινότητα που ασχολείται με τον καρκίνο παιδικής ηλικίας. Στο Lancet Oncology η εργασία της Sheena Mukkada και συνεργατών έδειξε ότι η επιστημονική κοινότητα αυτή τη δύσκολη εποχή είναι ενωμένη για το κοινό καλό.  Στην προοπτική μελέτη αυτή αναλύθηκαν τα δεδομένα παιδιών και εφήβων (<19 ετών) με καρκίνο και COVID-19 σε όλο τον κόσμο.  Χαρακτηριστικά, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από περίπου 1500 ασθενείς από 131 νοσοκομεία σε 45 χώρες, συμπεριλαμβανομένων και ασθενών από την Ελλάδα. Οι 259 (19,9%) από τους ασθενείς είχαν σοβαρή ή κρίσιμη λοίμωξη, ενώ 50 (3,8%) περιπτώσεις κατέληξαν.  Συγκρίνοντας τα δεδομένα με τους ενήλικες, η θνητότητα σε ενήλικες με καρκίνο αγγίζει το  28%, πολύ υψηλότερο απ’ότι στα παιδιά. 

Ο Mukkada και οι συνεργάτες βρήκαν ένα υψηλό ποσοστό (35,0%) ασυμπτωματικών παιδιών με καρκίνο. Επιπλέον, οι ασθενείς από χώρες χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος είχαν υψηλότερο ποσοστό σοβαρών περιπτώσεων (41,7%) από χώρες μεσαίου προς υψηλού εισοδήματος (16,5%) και χώρες υψηλού εισοδήματος (7,4%). Οι θάνατοι από τον COVID-19 ήταν επίσης υψηλότεροι σε ασθενείς από χώρες χαμηλού και χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος από ασθενείς από χώρες μεσαίου προς υψηλού εισοδήματος και χώρες υψηλού εισοδήματος, παρά την υποεκπροσώπηση των χωρών χαμηλού εισοδήματος (Αφρική,Νοτιοανατολική Ασία και χώρες Δυτικού Ειρηνικού) στην ανάλυση αυτή, πιθανά λόγω έλλειψης καταγραφής των περιστατικών ή μη διενέργειας διαγνωστικών τεστ.

Μαζί με τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας που φάνηκαν στη μελέτη αυτή, δυστυχώς, φαίνεται για ακόμα μια φορά μια γνωστή τραγική πραγματικότητα, δηλαδή ότι οι ανισότητες στα συστήματα υγείας παγκοσμίως έχουν επιδεινωθεί από την πανδημία του COVID-19. Τα παιδιά που ζουν σε χώρες χαμηλού εισοδήματος και μεσαίου εισοδήματος έχουν τα μεγαλύετρα ποσοστά  παιδικού καρκίνου και βιώνουν τις μεγαλύτερες ανισότητες από πλευράς παροχής υπηρεσιών.

Η πανδημία φαίνεται να έχει φέρει στην επιφάνεια και τώρα φαίνονται ακόμα πιο καθαρά οι  αδυναμίες στα συστήματα υγείας όσον αφορά τον καρκίνο παιδικής ηλικίας. Όπως περιγράφεται από τον Vasquez και τους συνεργάτες και συνοψίζεται στο άρθρο από τον Moreira και συνεργάτες, φαίνεται ότι υπήρξε μείωση της πρόσβασης σε διαγνωστικές και θεραπευτικές υπηρεσίες, επιδείνωση της πρόσβασης σε βασικά φάρμακα, αναβολή της χορήγησης της χημειοθεραπείας, καθυστέρηση και ακόμη και αναβολή της  ακτινοθεραπείας και χαμηλότερα ποσοστά παρακολούθησης και εξέλιξης των νοσημάτων. Τα πιο πάνω όπως περιγράφονται δεν φαίνεται να ισχύουν για χώρες  υψηλού εισοδήματος.

Ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για κάθε στρατηγικό σχεδιασμό των συστημάτων υγείας κάθε χώρας. Τα νοσήματα αυτά στη παιδική ηλικία είναι θεραπεύσιμα, με συνολική επιβίωση στο 80% σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Όταν όμως δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι πόροι όπως σε χώρες χαμηλού εισοδήματος και μεσαίου εισοδήματος , (όπου μάλιστα εκεί  καταγράφονται περίπου τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου αριθμού του παιδικού καρκίνου), μόνο το 20-30% των ατόμων έχουν μακροχρόνια επιβίωση. Καθυστερήσεις στην έγκαιρη ανίχνευση, κακή πρόσβαση σε διαγνωστικές υπηρεσίες απουσία πλήρους πρόσβασης στα απαιτούμενα αντικαρκινικά φάρμακα, υψηλότερα ποσοστά συννοσηρότητας (π.χ. υποσιτισμός, λοιμώξεις και φτώχεια) καθώς και η άρνηση ή και η εγκατάλειψη της θεραπείας αποτελούν συνηθισμένα φαινόμενα, με αποτέλεσμα αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης και υψηλότερα ποσοστά νοσηρότητας από ό, τι στις χώρες υψηλού εισοδήματος.

Η πανδημία του COVID-19 έχει επιδεινώσει τις ανισότητες στην πρόσβαση στα συστήματα υγείας κάθε χώρας παρά τις προσπάθειες που είχαν γίνει για τον καρκίνο παιδικής ηλικίας.  Με την εντολή που δόθηκε από τις κυβερνήσεις στο ψήφισμα για τον καρκίνο το 2018, ο ΠΟΥ, μαζί με μεγάλα νοσοκομεία διεθνούς εμβέλειας για τον καρκίνο παιδικής ηλικίας έθεσε σαν στόχο να μπορούν να θεραπευθούν τουλάχιστον το 60% όλων των παιδιών με καρκίνο παγκοσμίως και να μειώσει τον πόνο για όλα τα παιδιά. 
Το CureAll Framework για τον καρκίνο παιδικής ηλικίας περιγράφει τα απαραίτητα βήματα για τη βελτίωση της πρόσβασης στην περίθαλψη και τη μείωση των ανισοτήτων στο πλαίσιο της οικοδόμησης πιο ανθεκτικών συστημάτων υγείας και της επίτευξης καθολικής κάλυψης της υγείας.

Τα δεδομένα από τη μελέτη αυτή μας παρέχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν στρατηγικές προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένα συστήματα υγείας και να μειωθούν παγκοσμίως οι  ανισότητες στη διάγνωση και στη πρόσβαση για φαρμακευτική αγωγή στα παιδιά με καρκίνο. Η συνεργασία και η αλληλεγγύη οδηγούν πάντα σε πολύ καλύτερα αποτελέσματα και η παγκόσμια κοινότητα του παιδικού καρκίνου έχει υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση εδώ και δεκαετίες και τώρα την έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ.