Μελέτη δείχνει την υψηλή αποτελεσματικότητα του εμβολίου BNT162b2 COVID-19 ως προς τον κίνδυνο νοσηλείας τουλάχιστον για 6 μήνες

Μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό the Lancet, καταδεικνύει την υψηλή αποτελεσματικότητα  του εμβολίου της εταιρείας Pfizer έως και 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού τους όσο αφορά τη νοσηλεία σε νοσοκομείο, παρά την προέλαση του στελέχους δέλτα. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα από τη δημοσίευση της μελέτης. Η μελέτη επισημαίνει ότι η σταδιακή μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου ως προς την προστασία έναντι στη σοβαρή νόσηση οφείλεται στην εξασθένιση της ανοσίας λόγω της παρόδου του χρόνου και όχι λόγω της εμφάνισης νέων στελεχών, όπως το δέλτα. Αυτό φαίνεται καθώς η αποτελεσματικότητα έναντι στο στέλεχος δέλτα φαίνεται να αγγίζει το 90% ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού. Η μείωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου με την πάροδο του χρόνου φάνηκε ότι είναι ανεξάρτητη του στελέχους και η προστασία έναντι της νοσηλείας και της σοβαρής νόσου από το στέλεχος δέλτα ήταν πολύ υψηλή καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης. Συνολικά αναλύθηκαν 3436957 άτομα από τις 14 Δεκεμβρίου 2020, έως και τις 8 Αυγούστου 2021 και έως τότε είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου μόλις 1146768 άτομα (33,4%) και το 91% εξ αυτών είχαν λάβει και τις δύο δόσεις. Στην περίοδο αυτή νόσησαν συνολικά 184041 άτομα (5,4%), και το 6,6% αυτών νοσηλεύτηκε. Στα 5008 δείγματα που διερευνήθηκε το στέλεχος του ιού που οδήγησε στη λοίμωξη στο 28,4% βρέθηκε το στέλεχος δέλτα. Σε όλη την πορεία της μελέτης τα πλήρως εμβολιασμένα άτομα είχαν ένα ποσοστό 73% αποτελεσματικότητας του εμβολίου και 90% προστασία έναντι στη νοσηλεία λόγω COVID-19. Όταν τα δεδομένα διαστρωματώθηκαν με βάση την ηλικία η αποτελεσματικότητα έναντι στη λοίμωξη ήταν 91% για τα άτομα 12-15 ετών, 73% για τους 16-64 ετών και 61% για τους άνω των 65 ετών. Η αποτελεσματικότητα με την πάροδο του χρόνου φάνηκε να φθίνει από 88% τον πρώτο μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού στο 47% μετά από 5 μήνες, ενώ για τους άνω των 65 τα αντίστοιχα στοιχεία ήταν 80% και 43%. Όμως όσο αφορά την πιθανότητα νοσηλείας η αποτελεσματικότητα ήταν 87% για όλες τις ηλικίες στον πρώτο μήνα και 88% μετά από 5 μήνες, χωρίς σημαντική πτώση. Η πτώση της αποτελεσματικότητας έναντι στη νόσο για το στέλεχος δέλτα μετά από 4 μήνες από τον εμβολιασμό έπεσε το 53%, εύρημα μη στατιστικά σημαντικό, ενώ για τα άλλα στελέχη στο 67%. Η προστασία έναντι στη νοσηλεία παρέμεινε ψηλά στο 93% μετά τους 6 μήνες για το στέλεχος δέλτα και για τα υπόλοιπα στελέχη. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι τα εμβόλια παρέχουν αυξημένη προστασία έναντι στη νοσηλεία και κατ’ επέκταση στη σοβαρότερη μορφή της νόσου COVID-19 ακόμη και 6 μήνες μετά, ενώ η προστασία τους μπορεί να φθίνει με το χρόνο και ίσως κάποια στιγμή χρειαστούν δόσεις ενίσχυσης.


Οι περισσότεροι νοσηλευόμενοι με COVID-19 παρουσιάζουν παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση ή καρδιακή ανεπάρκεια

Μια μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Heart Association, διερεύνησε τις ιατρικές καταστάσεις που θέτουν τους ανθρώπους σε υψηλότερο κίνδυνο για σοβαρή νόσηση και ανάγκη για νοσηλεία από COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Γεωργία Κάσση (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού), Βασιλική Βασιλείου (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία της μελέτης.

Μια ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Tufts στις ΗΠΑ ανέπτυξε ένα στατιστικό μοντέλο για περίπου 1.000.000 νοσηλευόμενους, που ενσωμάτωσε δεδομένα σχετικά με υποκείμενα νοσήματα, καθώς και άλλες παραμέτρους, όπως η ηλικία, το φύλο και η εθνότητα. Στο χρόνο των νοσηλειών αυτών (Νοέμβριος 2020), οι εμβολιασμοί δεν ήταν ακόμη εκτεταμένοι. Με βάση το στατιστικό μοντέλο, 30% των νοσηλειών οφείλονταν στην παχυσαρκία, 26% στην υπέρταση, 21% στο σακχαρώδη διαβήτη και 12% στην καρδιακή ανεπάρκεια. Με άλλα λόγια, τα ποσοστά αυτά των ανθρώπων θα είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό, αλλά πιθανότατα δεν θα χρειαζόταν νοσηλεία.

Περισσότερες από μία από αυτές τις καταστάσεις συνυπάρχουν συχνά στο ίδιο άτομο. Το στατιστικό μοντέλο υπολόγισε επίσης τις νοσηλείες λόγω συνδυασμών. Οι αριθμοί δεν ήταν απλά προσθετικοί. Συνολικά, 64% των νοσηλειών θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν είχαν απαλειφθεί οι 4 αυτές κλινικές καταστάσεις. Οι νοσηλείες COVID-19 που επηρεάζονται λόγω αυτών των συνθηκών ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία. Συγκεκριμένα, οι ηλικιωμένοι με σακχαρώδη διαβήτη, υπέρταση ή καρδιακή ανεπάρκεια ήταν πιο πιθανό να νοσηλευτούν από τους νεότερους με την ίδια κατάσταση. Ωστόσο, η παχυσαρκία επηρέασε τον κίνδυνο νοσηλείας λόγω COVID-19 παρόμοια σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Και οι 4 νοσολογικές οντότητες έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά την ανοσολογική απόκριση.

Αυτή η έρευνα καταδεικνύει τη σπουδαιότητα των ενδοκρινολογικών, μεταβολικών και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν τα περισσότερα δεδομένα, σχεδόν 3 στους 4 ενήλικες είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Επίσης, σχεδόν 1 στους 3 ενήλικες έχουν προδιαβήτη ή διαβήτη. Η πανδημία COVID-19, με τη βοήθεια των εμβολίων και των φαρμάκων που αναπτύσσονται, φαίνεται ότι θα ξεπεραστεί στο επόμενο χρονικό διάστημα. Τα προβλήματα αυτά όμως θα παραμείνουν ως μείζονα θέματα δημόσιας υγείας. H πρόληψη και αντιμετώπισή τους θα πρέπει να αποτελέσουν καίριο μέλημα της σύγχρονης κοινωνίας.