Ο εμβολιασμός έναντι του κορωνοϊού μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από άλλες αιτίες

Η ανάπτυξη των εμβολίων για τον κορωνοϊό αποτελεί αναμφισβήτητα μια πρωτοποριακή διαδικασία και μια από τις μεγαλύτερες επιστημονικές επιτυχίες του αιώνα μας. Σχεδόν ένα χρόνο πριν η Pfizer και η BioNTech ανακοίνωσαν τα πρώτα ελπιδοφόρα αποτελέσματα από μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή εμβολίου για τον Covid-19. Έκτοτε, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Υγείας  έχει εγκρίνει 4 διαφορετικά εμβόλια έναντι του κορωνοϊού, ενώ στο σύνολο 24 εμβόλια έχουν αντίστοιχα εγκριθεί από τις διάφορες ρυθμιστικές ανά τον κόσμο. Ως σήμερα έχουν χορηγηθεί σχεδόν 7 δισεκατομμύρια δόσεις των εμβολίων, σε 184 χώρες, γεγονός που καθιστά τον εμβολιασμό έναντι του κορωνοϊού τη μεγαλύτερη καμπάνια πρόληψης υγείας στην ιστορία. Μελέτες από όλο τον κόσμο έχουν επιβεβαιώσει ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή και παρέχουν σημαντική προστασία έναντι της μετάδοσης και σοβαρής νόσησης από τον ιό. Παρόλα αυτά παγκοσμίως παρατηρείται τον τελευταίο καιρό μια επιβράδυνση των ρυθμών εμβολιασμού, με τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των εμβολιών να αποτελούν τροχοπέδη στη περαιτέρω χορήγηση τους.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Χρήστος Μάρκελλος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι μία πρόσφατη έκθεση του Αμερικάνικου Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (CDC), αναδυκνείει έναν επιπλέον λόγο να νιώθουμε σιγουριά για τον εμβολιασμό μας. Οι ερευνητές μελέτησαν τα αρχεία υγείας περισσοτέρων από 11 εκατομμύρια Αμερικανών, από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Ιούλιο του 2021, καταγράφοντας τυχόν θανάτους και τις αιτίες τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, περίπου 6,4 εκατομμύρια άνθρωποι υπεβλήθησαν σε εμβολιασμό για τον Covid-19. Στη συνέχεια, οι ερευνητές διαχώρισαν τους θανάτους ατόμων που είχαν εμβολιαστεί από εκείνους που δεν είχαν εμβολιαστεί. Η έκθεση έδειξε ότι, μετά την αφαίρεση  θανάτων που σχετίζονται με τον Covid-19 και τον έλεγχο για δημογραφικούς παράγοντες όπως η ηλικία και το φύλο, οι εμβολιασμένοι παρουσίασαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο θανάτου. Ειδικότερα, όσοι είχαν λάβει τουλάχιστον δύο δόσεις είτε με το εμβόλιο της Pfizer είτε με αυτό της Moderna, είχαν μέση θνησιμότητα, μη σχετιζόμενη με τον Covid, περίπου 0,35 ανά 100 ανθρωπο-έτη – πράγμα που σημαίνει ότι τρία έως τέσσερα άτομα αναμένεται να πεθάνουν από τα 1.000 που παρακολουθούνται για ένα έτος. Για τους μη εμβολιασμένους, η μέση θνησιμότητα ήταν υπερτριπλάσια, στο 1,11 ανά 100 ανθρωπο-έτη. Η εικόνα αυτή παρέμεινε σταθερή στις υποαναλύσεις ανά φυλή και εθνότητα και στις περισσότερες ηλικιακές ομάδες.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι επιστήμονες ανακαλύπτουν ότι τα εμβόλια που έχουν σχεδιαστεί για την πρόληψη μιας ασθένειας φαίνεται να προστατεύουν από άλλες αιτίες θανάτου. Παρόλο που η εποχική γρίπη ευθύνεται μόνο για περίπου το 5% της χειμερινής θνησιμότητας, αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι το ποσοστό θνησιμότητας από οποιαδήποτε αιτία είναι περίπου 50% χαμηλότερο σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί κατά της γρίπης, ενώ πρόσφατη μελέτη ανέδειξε ότι η ενδονοσοκομειακή χορήγηση του εμβολίου σε ασθενείς μετά από έμφραγμα μειώνει τον κίνδυνο σοβαρών καρδιακών επιπλοκών.

Πιθανώς να υπάρχουν επιπλέον λόγοι για τους οποίους μπορεί να υπάρχει διαφορά στους θανάτους ανάμεσα στις δύο ομάδες. Σε άτομα με σοβαρά ιατρικά προβλήματα  συνιστάται, κακώς πολλές φορές, από το γιατρό τους να μην κάνουν το εμβόλιο, έτσι η μη εμβολιασμένη ομάδα είναι πιθανό να περιέχει περισσότερα άτομα με βαρύτερο ιατρικό ιστορικό. Επίσης, κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, οι μη εμβολιασμένοι τείνουν να διστάζουν να αναζητήσουν κάθε είδους ιατρική περίθαλψη, από φόβο μήπως κολλήσουν τον ιό σε ιατρικούς χώρους, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην ανίχνευση σοβαρών και θανατηφόρων ιατρικών καταστάσεων.

Συμπερασματικά, τα εμβόλια έναντι του κορωνοϊού αποτελούν ένα πολύ αποτελεσματικό και ασφαλές μέσο προστασίας από τις καταστρεπτικές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της νόσησης από τον ιό. Επιπλέον, είναι πιθανό το όφελος να μην περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά να προσφέρουν μια ευρύτερη προστασία για την υγεία του εμβολιασμένου πληθυσμού.  


Η ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό με το BNT162b2 φθίνει – Δεδομένα από το Ισραήλ

Τον Δεκέμβριο του 2020 το Ισραήλ ξεκίνησε μια μαζική εμβολιαστική εκστρατεία έναντι της COVID-19 με τη χορήγηση του εμβολίου BNT162b2, η οποία ανέκοψε την πορεία της πανδημίας στη χώρα. Ωστόσο, μετά την πάροδο μιας περιόδου χωρίς σχεδόν καθόλου νέα κρούσματα COVID-19, παρατηρήθηκε μια νέα συρροή κρουσμάτων από τα μέσα Ιουνίου 2021. Μειωμένη αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι του επικρατούντος στελέχους δέλτα και η φθίνουσα ανοσία είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που μπορεί να έχουν συντελέσει σε αυτή την κατάσταση. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της πρόσφατης μελέτης των Yair Goldberg και συνεργατών στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό The New England Journal of Medicine. Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα των επιβεβαιωμένων λοιμώξεων COVID-19  από τις 11 έως τις 31 Ιουλίου 2021 από την εθνική βάση δεδομένων του Ισραήλ για τη COVID-19 που συμπεριελάμβανε όλους τους εμβολιασμένους κατοίκους που είχαν λάβει το εμβόλιο πριν τον Ιούνιο 2021. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω, ο ρυθμός των λοιμώξεων κατά την περίοδο 11-31 Ιουλίου 2021 ήταν υψηλότερος κατά 1.6 φορές μεταξύ των ατόμων που είχαν εμβολιαστεί τον Ιανουάριο 2021 συγκριτικά με όσους είχαν εμβολιαστεί 2 μήνες αργότερα, δηλαδή τον Μάρτιο 2021. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 40 με 59, ο ρυθμός των λοιμώξεων ήταν υψηλότερος κατά 1.7 φορές για όσους είχαν εμβολιαστεί το Φεβρουάριο συγκριτικά με όσους είχαν εμβολιαστεί 2 μήνες αργότερα, δηλαδή τον Απρίλιο 2021. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 16 με 39, ο ρυθμός των λοιμώξεων ήταν υψηλότερος κατά 1.6 φορές για όσους είχαν εμβολιαστεί τον Μάρτιο συγκριτικά με όσους είχαν εμβολιαστεί το Μάιο 2021. Επιπρόσθετα, ο ρυθμός των σοβαρών λοιμώξεων COVID-19 μεταξύ των ατόμων 60 ετών και άνω που ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τον Ιανουάριο 2021 ήταν 1.8 φορές υψηλότερος συγκριτικά με όσους ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τον Μάρτιο 2021. Ο ρυθμός των σοβαρών λοιμώξεων COVID-19 μεταξύ των ατόμων ηλικίας 40 με 59 έτη που ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τον Φεβρουάριο 2021 ήταν 2.2 φορές υψηλότερος συγκριτικά με όσους ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τον Μάρτιο 2021. Συμπερασματικά, τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι η προστασία που παρείχε ο εμβολιασμός με το BNT162b2 έναντι της νόσησης από COVID-19 φθίνει μετά από μερικούς μήνες από τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου. Επιπλέον, υποστηρίζουν τη χορήγηση 3ης αναμνηστικής δόσης μετά την παρέλευση μερικών μηνών από την τελευταία δόση του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2.