Μονόδρομος η τρίτη δόση του εμβολίου

Ο Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και Αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθανάσιος Τσακρής, αναφέρεται στη σημασία της τρίτης δόσης του εμβολίου για τον SARS-CoV-2. Ο SARS-CoV-2 με τις παραλλαγές/μεταλλάξεις του ήρθε και θα παραμείνει, περνώντας κάποια στιγμή από την κατάσταση της πανδημίας σε μια επιδημική μορφή. Προς το παρόν, ο εμβολιασμός αποδεδειγμένα είναι η πιο αποτελεσματική ασπίδα μας απέναντι σ' αυτόν τον ιό που δεν σταματά να μας αιφνιδιάζει, καθώς η υψηλή κυκλοφορία του στην κοινότητα δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για νέες μεταλλάξεις, οι οποίες δυσχεραίνουν τη διαχείριση της πανδημίας.
Όμως ο εμβολιασμός δεν σημαίνει απόλυτη προστασία. Εξαιτίας κάποιων καινούργιων, παραλλαγών που είναι πιο μεταδοτικές και μπορούν να διαφεύγουν σε κάποιον βαθμό της ανοσιακής μας απάντησης, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η ανοσία απέναντι στους κορωνοϊούς γενικότερα (μέσω του εμβολίου ή νόσησης) εξασθενεί σχετικά γρήγορα, ο ιός μπορεί να μολύνει ακόμη και άτομα που έχουν νοσήσει ή εμβολιαστεί. Το βλέπουμε ήδη να συμβαίνει στο κοινωνικό μας περιβάλλον σε πολλές περιπτώσεις.
Αλλά και πάλι, δεν είμαστε άοπλοι. Απέναντι σε μια τόσο μεταδοτική παραλλαγή όπως η Δέλτα, η τρίτη δόση του εμβολίου επιφέρει σημαντική αύξηση των αντισωμάτων σε όσους χορηγείται και συγχρόνως αποτρέπει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και την πιθανότητα λοίμωξης έπειτα από έκθεση στον ιό, και τη σοβαρή νόσηση.
Τα στοιχεία από το Ισραήλ, όπου η χορήγηση της ενισχυτικής δόσης, ήδη από την ηλικία των δεκαέξι ετών, προχωράει με πολύ γρήγορους ρυθμούς (έχουν ήδη εμβολιαστεί περίπου τέσσερα εκατομμύρια πολίτες) έρχονται να το επιβεβαιώσουν πέραν πάσης αμφιβολίας. Τα άτομα που έχουν λάβει την τρίτη δόση έχουν, ανάλογα με την ηλικιακή τους ομάδα, 8 έως 10 φορές λιγότερες πιθανότητες να νοσήσουν σε σχέση με όσους έχουν λάβει τις δύο δόσεις και 20 έως 25 φορές λιγότερες πιθανότητες από τους ανεμβολίαστους. Παρόμοια είναι τα ποσοστά και για τις πιθανότητες σοβαρής νόσησης.
Η τρίτη δόση είναι, λοιπόν, απαραίτητη τόσο για την ατομική μας προστασία όσο και για την μείωση της διασποράς του ιού στην κοινότητα. Η χορήγησή της μπορεί να γίνει και πριν παρέλθει ένα εξάμηνο από τη δεύτερη δόση και όσοι έχουν αυτή τη δυνατότητα μέσω του συστήματος, ας μην διστάσουν να το κάνουν.


Μια νέα αλλά πιο ήπια έξαρση του COVID-19 αναμένεται τον προσεχή χειμώνα

Σε πρόσφατο άρθρο του WebMD αναφέρεται ότι μια νέα αλλά πιο ήπια έξαρση του COVID-19 αναμένεται τον προσεχή χειμώνα. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών από το Institute for Health Metrics and Evaluation of the University of Washington που προέβλεψαν με ακρίβεια τα κύματα COVID-19 τον περασμένο χειμώνα και καλοκαίρι, θεωρείται πιθανή μια έξαρση του COVID-19 στις ΗΠΑ τον προσεχή χειμώνα.

Ο Ali Mokdad, MD, επιδημιολόγος και επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού υγείας στο University of Washington, αναφέρει ότι η επόμενη έξαρση θα ξεκινήσει περίπου στα τέλη Νοεμβρίου και θα κορυφωθεί το δεύτερο μισό του Ιανουαρίου.

Το κύμα του επόμενου χειμώνα αναμένεται ήπιο σε σχέση με πέρισυ εκτός αν προκύψει ένα νέο μεταλλαγμένο στέλεχος που θα μπορεί να διαφύγει της ανοσίας των εμβολίων. Το ποσοστό των θανάτων και νοσηλειών θα είναι χαμηλότερα σε σχέση με πριν τη διαθεσιμότητα των εμβολίων. Τα εμβόλια είναι πολύ αποτελεσματικά έναντι κινδύνου νοσηλείας και θανάτου σε σχέση με την προστασία έναντι της μόλυνσης.

Στην κορύφωση του προηγούμενου χειμώνα, εκτιμάται ότι ο πραγματικός ημερήσιος αριθμός κρουσμάτων ήταν περίπου 340.000 κρούσματα, ενώ στην κορύφωση του κύματος αυτόν τον χειμώνα, ο αντίστοιχος αριθμός εκτιμάται σε 250.000 κρούσματα. Ο αριθμός θανάτων που παρουσίασε κορύφωση στους 2.000 θανάτους την ημέρα τον Σεπτέμβριο, ενώ τον προσεχή χειμώνα ο ημερήσιος αριθμός θανάτων θα ανέλθει σε περίπου 1.300 κατά τον Ιανουάριο.

Ο Mokdad ανέφερε δύο λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ένα νέο κύμα COVID-19 είναι αναπόφευκτο. Πρώτον, λιγότερο από το 60% του πληθυσμού των ΗΠΑ έχει εμβολιαστεί πλήρως και δεύτερον οι κλιματολογικές συνθήκες του χειμώνα που μας αναγκάζουν να διαμένουμε για μεγάλο διάστημα σε εσωτερικούς χώρους χωρίς μάσκες.

Ο Peter Katona, MD, καθηγητής Iατρικής του David Geffen School of Medicine at UCLA αναφέρει ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες. Βάση των διαθέσιμων στοιχείων φαίνεται ότι ο COVID-19 δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη εποχικότητα όπως η γρίπη.

Ανοσία αγέλης

Για να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης απαιτείται τουλάχιστον το 85% του πληθυσμού να αναπτύξει ανοσία αναφέρει ο Mokdad, ενώ ο Katona ανεβάζει το ποσοστό σε 95% για τα στελέχη Δέλτα.

Δεδομένου ότι μόνο το 58% περίπου των Αμερικανών έχουν εμβολιαστεί πλήρως μέχρι σήμερα, η ανοσία αγέλης εξαρτάται και από την ανοσία που έχουν αναπτύξει και οι μη-εμβολιασμένοι που έχουν προηγουμένως μολυνθεί με COVID-19.

Για να υπολογιστεί η ανοσία στον πληθυσμό, δεν πρέπει να προστεθεί απλά το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων στο ποσοστό εκείνων που μολύνθηκαν και ανάρρωσαν. Αυτό ισχύει γιατί «η ανοσία που επάγεται από τα εμβόλια είναι πολύ πιο αποτελεσματική από τη ανοσία που προκαλείται από την έκθεση στον ιό», αναφέρει ο Katona. Επίσης πρέπει να εκτιμηθεί με ακρίβεια ο αριθμός των ανθρώπων που μολύνθηκαν και παραμένουν αδιάγνωστοι.

Μετά από τέσσερα ή πέντε κύματα COVID-19 στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν εκτεθεί στον ιό παρότι δεν είχαν συμπτώματα. Συνεπώς ο εμβολιασμός και η φυσική ανοσία συμβάλουν στο επιθυμητό ποσοστό της ανοσίας της αγέλης αναφέρει η Malani από το University of Michigan.

Ο εμβολιασμός των παιδιών αποτελεί κρίσιμη παράμετρο

Ένας παράγοντας που θα μπορούσε να βοηθήσει στο χτίσιμο της συλλογικής ανοσίας είναι ο εμβολιασμός των παιδιών και εφήβων. Σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού των Η.Π.Α. είναι κάτω των 18 ετών. Η κυβέρνηση προετοιμάζεται για τη διάθεση εμβολίων για παιδιά ηλικίας 5 έως 11 ετών.

Ο Katona αναφέρει ότι υπάρχουν τρεις λόγοι για τους γονείς να εμβολιάσουν τα παιδιά τους: Για να μειωθεί ο κίνδυνος νόσου, να μειωθεί ο κίνδυνος για μακροχρόνιο COVID-19 και επίσης για να μειωθεί η διασπορά του ιού στην κοινότητα.