Η χρήση των οθονών σε εφήβους στις ΗΠΑ κατά την πανδημία COVID-19


Η Παιδίατρος Βίκυ Μπενέτου, Καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας, Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής , Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνοψίζει πρόσφατα δεδομένα από μεγάλη εθνική μελέτη που δημοσιεύτηκε την 1η Νοεμβρίου στο έγκριτο περιοδικό JAMA Pediatrics.  Η μελέτη διενεργήθηκε σε 5.412 εφήβους, αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 12-13 ετών, στις ΗΠΑ κατά την έναρξη της πανδημίας COVID-19 (Μάιος 2020), και έδειξε ότι οι έφηβοι που αφιέρωναν περισσότερο χρόνο μπροστά στις οθόνες, εξαιρουμένου του χρόνου που αφιέρωναν για τις σχολικές τους υποχρεώσεις, είχαν χειρότερη ψυχική υγεία και υψηλότερο αίσθημα άγχους σε σχέση με τους εφήβους που αφιέρωναν λιγότερο χρόνο. Επίσης, οι έφηβοι που είχαν ένα υποστηρικτικό κοινωνικό περιβάλλον, όπως υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους, καθώς και αυτοί που είχαν τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν την απομόνωση από την πανδημία με άλλες δραστηριότητες, όπως σωματική άσκηση και  δημιουργικές δραστηριότητες, αφιέρωναν λιγότερο χρόνο μπροστά στις οθόνες.  

Συνολικά, ο μέσος ημερήσιος χρόνος που δήλωσαν οι έφηβοι ότι αφιέρωναν  μπροστά στις οθόνες ήταν διπλάσιος από τον χρόνο που αφιέρωναν πριν από την περίοδο της πανδημίας (7,7 ώρες/ημέρα στην πανδημία σε σχέση με 3,8 ώρες/ημέρα πριν την πανδημία). Δεδομένου ότι στον χρόνο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι ώρες για τις σχολικές υποχρεώσεις και την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, ο συνολικός ημερήσιος χρόνος μπροστά στις οθόνες υπολογίζεται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι έφηβοι των ασθενέστερων οικονομικά οικογενειών ξόδευαν περισσότερο χρόνο μπροστά στις οθόνες επιβεβαιώνοντας τη δυσανάλογη αρνητική επίδραση της πανδημίας στους ευάλωτους οικονομικά πληθυσμούς.

Σημειώνεται ότι ο συνολικός χρόνος μπροστά στις οθόνες, αφορούσε τον χρόνο που αφιέρωναν οι έφηβοι σε ηλεκτρονικά παιχνίδια (που έπαιζαν μόνοι τους ή μαζί με άλλους), σε κοινωνικά δίκτυα, στην αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μέσω κινητών τηλεφώνων, στην περιήγηση στο διαδίκτυο και στην παρακολούθηση τηλεόρασης και video.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ενώ η χρήση των οθονών, μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μάθηση και εκπαίδευση των παιδιών και εφήβων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας, οι γονείς θα πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση για περιορίσουν τις αρνητικές επιδράσεις της υπερβολικής χρήσης των ηλεκτρονικών συσκευών στην ψυχική υγεία των παιδιών τους.

Μελέτες έχουν δείξει ότι ο υπερβολικός χρόνος ενασχόλησης με τις οθόνες (με τη χρήση έξυπνων τηλεφώνων, tablets, παιχνιδομηχανών, τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών) σχετίζεται με σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην σωματική και ψυχική υγεία, στην ποιότητα ζωής και την ευημερία των παιδιών, όπως διαταραχές του ύπνου, ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, υπερβάλλον σωματικό βάρος, μειωμένη σωματική δραστηριότητα, χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις, χαμηλή αυτοεκτίμηση και συμπτώματα κατάθλιψης.

Ωστόσο, η ενασχόληση των παιδιών και των εφήβων με τις οθόνες μπορεί να είναι θετική και να συνδυαστεί με σωματική και ψυχική υγεία εφόσον υπάρχει σωστή και συνεπής καθοδήγησή τους από τους γονείς και όλους όσους εμπλέκονται στην ανατροφή τους.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία και την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής συνιστάται οι γονείς να ορίσουν ένα συγκεκριμένο οικογενειακό πλάνο για την ενασχόληση με τις ηλεκτρονικές συσκευές που θα τηρείται από όλη την οικογένεια και θα περιλαμβάνει χρονικά όρια χρήσης, χρόνο για δραστηριότητες μακριά από τις οθόνες, περιοχές όπου δεν θα χρησιμοποιούνται οι οθόνες (π.χ. υπνοδωμάτια) καθώς και ώρες αποφυγής χρήσης τους, όπως οι βραδινές ώρες πριν το ύπνο. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να εξατομικεύεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με την ηλικία, την προσωπικότητα, την κατάσταση υγείας και το αναπτυξιακό στάδιο του κάθε παιδιού. Επίσης, θα πρέπει να τηρείται από όλους όσους φροντίζουν τα παιδιά, εκτός από τους γονείς, όπως γιαγιάδες, παππούδες,  ώστε να υπάρχει συνεπής τήρηση του πλάνου. Τέλος, οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι λειτουργούν ως πρότυπο για τα παιδιά τους και θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουν και τις δικές τους πρακτικές εφόσον αυτές δεν είναι οι επιθυμητές.  


Μείωση συνταγογράφησης ινσουλινών κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19

Έχει φανεί από νωρίς ότι η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη αυξάνει τον κίνδυνο για COVID-19, ενώ επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της νόσου. Πολλοί από τους συνανθρώπους μας με σακχαρώδη διαβήτη, συγκεκριμένα όλοι με τύπου 1 και κάποιοι με τύπου 2, χρειάζονται ινσουλινοθεραπεία. Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό JAMA Netw Open, διερεύνησε τυχόν αλλαγές στη συνταγογράφηση ινσουλινών κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Γεωργία Κάσση (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και συμπεριέλαβε δειγματοληπτικά 285.343 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, που βρισκόταν σε κάθε είδους ινσουλινοθεραπεία. Είχαν μέση ηλικία 56,6 έτη και κατά 51,9% ήταν γυναίκες. Μέσω ηλεκτρονικού συστήματος καταμετρήθηκαν οι εβδομαδιαίες συνταγές ινσουλίνης μεταξύ Ιανουαρίου 2019 και Οκτωβρίου 2020 στο δείγμα αυτό ασθενών. Δεν ελήφθησαν υπόψη περίοδοι διακοπών και εθνικών αργιών, καθώς και η εβδομάδα που κηρύχθηκε επίσημα η πανδημία COVID-19 στις ΗΠΑ (Μάρτιος 2020). Με τη χρήση στατιστικών μοντέλων υπολογίστηκαν τάσεις και ρυθμοί αλλαγής στη συνταγογράφηση.

Βρέθηκε ότι, ενώ ο αριθμός συνταγών ινσουλίνης αυξανόταν κάθε εβδομάδα πριν την πανδημία κατά 11 (95% CI 2,8 ως 19,3), με την έναρξη της πανδημίας άρχισε μια σημαντική πτώση. Συγκεκριμένα, την πρώτη εβδομάδα μετά την έναρξη, ο μέσος αριθμός συνταγών ινσουλινοθεραπείας μειώθηκε κατά -395,6 (95% CI -933,5 ως -142,4). Ακολούθησαν πτωτικοί αριθμοί σε όλη την επόμενη διάρκεια επίσης, συγκεκριμένα κατά μέσο όρο -55,3 (95% CI, -78,6 ως -32) συνταγές ανά εβδομάδα σε σύγκριση με το διάστημα πριν την πανδημία. Στην υπο-ανάλυση αναδείχθηκε ότι τα στοιχεία αυτά της μείωσης αφορούσαν τους ενήλικες, αλλά όχι τα παιδιά.

Συμπερασματικά, λοιπόν, διαπιστώθηκε ελάττωση στον μέσο αριθμό εβδομαδιαίων συνταγών ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Πιθανοί λόγοι είναι η μειωμένη επαφή των ασθενών με τους ιατρούς, η απώλεια ασφάλισης κατά την πανδημία ή και η αποθήκευση αποθεμάτων ινσουλινών στην οικία τους. Το γεγονός ότι η παρατήρηση αυτή δεν αφορά και στα παιδιά αντικατοπτρίζει ότι η πλειονότητα των παιδιατρικών περιπτώσεων είναι σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, καθώς και τη μεγαλύτερη ίσως οικογενειακή ευαισθησία για τα νεότερα μέλη με διαβήτη. Πλησιάζοντας την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη, που εορτάζεται κάθε χρόνο στις 14 Νοεμβρίου, η μελέτη αυτή μας υπενθυμίζει την ανάγκη να εξασφαλίζεται η πρόσβαση όλων των ασθενών με τη χρόνια αυτή νόσο στο σύστημα υγείας και στη φαρμακευτική αγωγή τους.