Αποστειρωτική ανοσία κατά του SARS-CoV-2 ως αποτέλεσμα έκθεσης σε άλλους κορωνοϊούς

Μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature από Βρετανούς επιστήμονες σε μη εμβολιασμένο υγειονομικό προσωπικό με υψηλό κίνδυνο έκθεσης στον SARS-CoV-2 παρουσιάζει ενδείξεις ότι κάποιοι από αυτούς είχαν την δυνατότητα να εκριζώσουν τον ιό σε πολύ αρχικά στάδια λοίμωξης χωρίς καν να αναπτυχθούν αντισώματα. Αντίστοιχο φαινόμενο αποστειρωτικής ανοσίας πριν την ανάπτυξη αντισωμάτων έχει φανεί και στις κλινικές μελέτες των εμβολίων όπου η ανοσολογική προστασία φάνηκε να ξεκινάει γύρω στις 5 ημέρες μετά την πρώτη δόση, πριν ακόμα αναπτυχθούν εξουδετερωτικά αντισώματα.

Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι οι ερευνητές βρήκαν σαφή στοιχεία μίας ανοσολογικής αντίδρασης από τα Τ-κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος η οποία συνέπεφτε με το χρόνο έκθεσης στον κορωνοϊό. Το υγειονομικό προσωπικό που μελετήθηκε είχε υψηλότερα επίπεδα Τ-κυττάρων αντιδραστικών στον SARS-CoV-2 από ότι αντίστοιχο προσωπικό πριν από την πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα Τ-κύτταρα προϋπήρχαν αλλά επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης της πανδημίας στο υγειονομικό προσωπικό μετά από έκθεση η οποία ωστόσο αποστειρώθηκε από αυτήν την ανοσολογική απόκριση. Οι ερευνητές έδειξαν ότι οι πρωτεΐνες που πιθανότατα στοχεύουν αυτά τα Τ-κύτταρα είναι το σύμπλοκο πολλαπλασιασμού (πολυμεράσης) του κορωνοϊού. Η υπόθεση που εγείρεται είναι ότι αυτά τα Τ-κύτταρα έχουν εκπαιδευθεί από παλαιότερες λοιμώξεις από άλλους κορωνοϊούς. Καθώς το σύμπλοκο πολλαπλασιασμού είναι καλά συντηρημένο ανάμεσα στους κορωνοϊούς, αυτό έχει ως συνέπεια να υπάρχει διασταυρούμενη ανοσολογική απόκριση και την ανάπτυξη μίας ανοσολογικής μνήμης που καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα κορωνοϊών. Αυτή η ανακάλυψη βάζει το σύμπλοκο πολλαπλασιασμού ως σημαντικό υποψήφιο για την ανάπτυξη εμβολίων που θα στοχεύουν ένα ευρύτερο φάσμα κορωνοϊών.


Η απειλή του COVID-19 σε άγρια ζώα

Σε πρόσφατο άρθρο του WebMD αναφέρεται στην απειλή του COVID-19 σε άγρια ζώα H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Η πιο πιθανή πηγή του ιού που προκάλεσε την πανδημία COVID-19 είναι από αντίστοιχο ιό που μολύνει νυχτερίδες. Από την αρχή της πανδημίας, η επιστημονική κοινότητα έχει αναρωτηθεί αν αυτός ο ιός μπορεί να μεταδοθεί από τον άνθρωπο στα ζώα και ποια είδη ζώων θα μπορούσαν να μολυνθούν. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε αν ο COVID-19 μπορεί να μολύνει ή να προκαλέσει νόσο τα άγρια ​​ζώα, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την ασφάλειά τους και να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από νέες εξάρσεις του κορωνοϊού.

Πώς ο COVID-19 μπορεί να επιδράσει στα άγρια ​​ζώα

Στους ανθρώπους, ο ιός που προκαλεί το COVID-19 συνδέεται με τον υποδοχέα ACE2 στα κύτταρα στόχους. Κατόπιν μελέτης αλληλουχιών ACE2 από διαφορετικά είδη έγιναν προβλέψεις ποια είδη διατρέχουν κίνδυνο μόλυνσης με τον ιό. Οι μελέτες έδειξαν ότι αρκετοί τύποι ζώων μπορούν να μολυνθούν με COVID-19. Τα είδη περιλαμβάνουν τόσο άγρια ​​ζώα όσο και ζώα σε αιχμαλωσία (όπως αυτά που ζουν σε ζωολογικούς κήπους ή φάρμες).

Η διερεύνηση σε άγρια ζώα είναι σημαντική για τον εντοπισμό τυχόν νέων κρουσμάτων COVID-19. Σε περιοχές με ελεγχόμενα άγρια ζώα, είναι σημαντικό να γίνουν εργαστηριακοί έλεγχοι προκειμένου να ελεγχθεί η εξάπλωση του ιού. Η έγκαιρη διάγνωση θα βοηθήσει τους ειδικούς να βρουν την πηγή της μόλυνσης και να έχουν μια καλύτερη εικόνα για το πώς μεταδίδεται σε αυτά τα είδη.

Μελέτες έχουν γίνει σε περισσότερα από 50 είδη ζώων σε πολλούς ζωολογικούς κήπους και ενυδρεία. Το CDC εντόπισε λοιμώξεις από τον COVID-19 σε άγρια ​​ζώα όπως μεγάλες γάτες, ενυδρίδες, μινκ, πρωτεύοντα καθώς και συγκεκριμένα είδη ελαφιών. Ο αριθμός των διαφορετικών ειδών που μπορεί να μολύνει ο ιός αυξάνεται καθώς η πανδημία συνεχίζεται.

Στους ζωολογικούς κήπους, δεν έχει παρατηρηθεί μετάδοση του COVID-19 από το ένα είδος σε άλλο. Τα ζώα μολύνονται από τον άνθρωπο που πάσχει από COVID-19. Τα ζώα μπορούν να μολυνθούν από επαφή με μολυσμένα αντικείμενα ή επιφάνειες ή από τη μετάδοση αερολυμάτων (μέσω του αέρα).

Οι επιστήμονες δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για τα κρούσματα COVID-19 μεταξύ των ζώων σε αιχμαλωσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι φροντιστές ζώων μπορούν συνήθως να ελέγξουν τη διασπορά μέσω καραντίνας, εμβολιασμού ή και επιλεκτικής θανάτωσης των ζώων. Αντίθετα είναι πιο δύσκολο να ελεγχθούν οι μεταδόσεις σε ελεύθερα ζώα στη φύση.

Εξαιτίας αυτής της δυσκολίας, γίνεται συνεχής προσπάθεια διερεύνησης εξάρσεων σε άγρια ​​είδη. Ερευνώνται συνεχώς οι πληθυσμοί των άγριων ζώων προκειμένου να ταυτοποιηθεί άμεσα τυχόν πηγή επιδημικής έκρηξης.  Οι ερευνητές ελέγχουν ζώα σε ζωολογικούς κήπους, σπίτια, καταφύγια, κτηνιατρικές κλινικές, φάρμες και περιοχές που γειτνιάζουν τις περιοχές με ζώα. Εάν παρατηρηθούν θετικά κρούσματα COVID-19, η εκάστοτε χώρα θα ειδοποιήσει τον Παγκόσμιο Οργανισμό που δραστηριοποιείται στον Τομέα Υγείας των Ζώων.