Τόσο η λοίμωξη όσο και ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού γυναικών που θηλάζουν οδηγεί στην παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του ιού στο μητρικό γάλα

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Pediatrics και διενεργήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Rochester των ΗΠΑ, το μητρικό γάλα γυναικών που είχαν νοσήσει από κορωνοϊό καθώς και το μητρικό γάλα γυναικών που είχαν εμβολιαστεί κατά του κορωνοϊού περιείχε αντισώματα ικανά να εξουδετερώσουν τη δράση του ιού.  Η Παιδίατρος και Καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών , Βίκυ Μπενέτου συνοψίζει αυτά τα δεδομένα.

Συγκεκριμένα στη μελέτη συμμετείχαν 47 θηλάζουσες με ιστορικό λοίμωξης από κορονοϊό το προηγούμενο 14ημερο και 30 θηλάζουσες μετά από εμβολιασμό με εμβόλιο mRNA (Pfizer ή Moderna) χωρίς ιστορικό νόσησης από τον κορωνοϊό. Όλες οι θηλάζουσες παρακολουθήθηκαν για διάστημα 90 ημερών (μετά από τη διάγνωση της νόσου η πρώτη ομάδα και μετά την 2η δόση του εμβολίου η δεύτερη ομάδα) κατά το οποίο έδωσαν δείγματα μητρικού γάλακτος, σε καθορισμένες χρονικές στιγμές, για τη μέτρηση αντισωμάτων.

Αντισώματα έναντι του κορονοϊού βρέθηκαν στο μητρικό γάλα και των δύο ομάδων θηλαζουσών γυναικών. Ωστόσο, παρατηρήθηκαν κάποιες διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων, τόσο στο είδος και στην ποσότητα των αντισωμάτων, όσο και στη χρονική στιγμή εμφάνισης και τη διάρκειά τους. Η λοίμωξη από τον ιό οδήγησε στην ταχύτερη παραγωγή κυρίως IgA αντισωμάτων στο μητρικό γάλα που σε μεγάλο ποσοστό των γυναικών ανιχνεύονταν 90 μέρες μετά την λοίμωξη, ενώ ο εμβολιασμός οδήγησε στη μεγαλύτερη και πιο σταθερή παραγωγή κυρίως IgG αντισωμάτων, των οποίων η ποσότητα άρχισε να μειώνεται 90 μέρες μετά την 2η δόση του εμβολίου. Η εξουδετερωτική ικανότητα του μητρικού γάλακτος, που αποδίδεται στον συνδυασμό IgA και IgG αντισωμάτων, διαπιστώθηκε και στις δύο ομάδες γυναικών, με ελαφρώς μεγαλύτερη εξουδετερωτική ικανότητα να παρατηρείται στο μητρικό γάλα των μητέρων που είχαν νοσήσει σε σχέση με αυτές που είχαν εμβολιαστεί. Σε κανένα δείγμα μητρικού γάλακτος δεν ανιχνεύτηκε ο ίδιος ο ιός.

Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι τόσο η λοίμωξη από κορωνοϊό όσο και ο εμβολιασμός κατά του ιού οδηγούν στην παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του κορωνοϊού που μεταφέρονται στο μητρικό γάλα και προσφέρουν προστασία στα βρέφη που θηλάζουν και πλεονέκτημα σε σχέση με αυτά που δεν θηλάζουν.


Η πιθανότητα νόσου COVID-19 σε εμβολιασμένους με mRNA εμβόλια είναι μειωμένη σε άτομα που έχουν νοσήσει κατά το παρελθόν

Η επίδραση της προηγούμενης λοίμωξης COVID-19 στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2 δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα σχετικής δημοσίευσης των L. J. Abu-Raddad και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση JAMA 2021;326(19):1930-1939. Σκοπός της μελέτης ήταν να αξιολογηθεί η προστασία από COVID-19 μετά τον εμβολιασμό με mRNA εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 σε άτομα που είχαν προηγουμένως νοσήσει από COVID-19 συγκριτικά με άτομα που δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό COVID-19. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Κατάρ και συμπεριελήφθησαν συνολικά 1.531.737 άτομα που είχαν εμβολιαστεί είτε με το BNT162b2 (Pfizer-BioNTech) είτε με το mRNA-1273 (Moderna). Οι συμμετέχοντες είχαν εμβολιαστεί μεταξύ 21 Δεκεμβρίου 2020 και 19 Σεπτεμβρίου 2021 και η παρακολούθηση ξεκίνησε 14 ημέρες μετά τη λήψη της δεύτερης δόσης του εμβολίου έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2021. Όλες οι περιπτώσεις COVID-19 επιβεβαιώθηκαν με τη μοριακή μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) σε ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα. Στην υπο-ομάδα των συμμετεχόντων που έλαβαν το BNT162b2 99.226 άτομα είχαν προηγούμενη νόσο COVID-19 και είχαν αντιστοιχιστεί 290.432 άτομα δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό COVID-19. Η διάμεση ηλικία ήταν τα 37 έτη, ενώ το 68% ήταν άνδρες. Στην υπο-ομάδα των συμμετεχόντων που έλαβαν το mRNA-1273 58.096 άτομα είχαν προηγούμενη νόσο COVID-19 και είχαν αντιστοιχιστεί 169.514 άτομα δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό COVID-19. Η διάμεση ηλικία ήταν τα 36 έτη, ενώ το 73% ήταν άνδρες. Μεταξύ των ατόμων που έλαβαν το BNT162b2 διαπιστώθηκαν 159 περιπτώσεις COVID-19 μεταξύ όσων είχαν προηγούμενο ιστορικό COVID-19 και 2509 περιπτώσεις COVID-19 μεταξύ όσων δεν είχαν προηγουμένως νοσήσει από SARS-CoV-2. Μεταξύ των ατόμων που έλαβαν το mRNA-1273 διαπιστώθηκαν 43 περιπτώσεις COVID-19 μεταξύ όσων είχαν προηγούμενο ιστορικό COVID-19 και 368 περιπτώσεις COVID-19 μεταξύ όσων δεν είχαν προηγουμένως νοσήσει από SARS-CoV-2. Η αθροιστική επίπτωση της COVID-19 μεταξύ των εμβολιασμένων με το BNT162b2 ήταν 0.15% στα άτομα με προηγούμενη διάγνωση COVID-19 έναντι 0.83% στα άτομα χωρίς προηγούμενη COVID-19. Η αθροιστική επίπτωση της COVID-19 μεταξύ των εμβολιασμένων με το mRNA-1273 ήταν 0.11% στα άτομα με προηγούμενη διάγνωση COVID-19 έναντι 0.35% στα άτομα χωρίς προηγούμενη COVID-19. Οι διαφορές στα ποσοστά μεταξύ των εμβολίων δεν αποτελούν σύγκριση της αποτελεσματικότητας μεταξύ των εμβολίων καθώς η μελέτη δεν είχε σχεδιαστεί με αυτό το σκοπό και δεν είχε την απαιτούμενη στατιστική ισχύ. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι οι εμβολιασμένοι που είχαν νοσήσει από SARS-CoV-2 τουλάχιστον 6 μήνες πριν την πρώτη δόση του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο επαναλοίμωξης μετά τον εμβολιασμό συγκριτικά με όσους είχαν νοσήσει λιγότερο από 6 μήνες από την πρώτη δόση του εμβολίου BNT162b2 ή mRNA-1273. Συμπερασματικά, το ατομικό ιστορικό προηγούμενης λοίμωξης COVID-19 σχετίστηκε με σημαντικά μικρότερη πιθανότητα COVID-19 μετά τον εμβολιασμό με mRNA εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2, ενώ η προστασία ήταν ισχυρότερη μεταξύ όσων εμβολιάστηκαν μετά την παρέλευση τουλάχιστον 6 μηνών από τη νόσηση.