Οι θάνατοι από COVID-19 οδήγησαν σε μεγάλη μείωση του προσδόκιμου ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα επίσημα δεδομένα θανάτων που συλλέχθηκαν στις ΗΠΑ  το 2020 (CDC και NCHS). Η ανάλυση καταδεικνύει ότι καταγράφηκαν 3.383.729 θάνατοι συνολικά, δηλαδή σχεδόν 529.000 περισσότεροι θάνατοι σε σύγκριση με το 2019. Αυτό σημαίνει ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής για τον πληθυσμό των ΗΠΑ το 2020 ήταν 77 έτη, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,8 έτη από το 2019 (78,8 έτη). Πρόκειται μάλιστα για τη μεγαλύτερη πτώση για περισσότερα από 75 συναπτά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, το μέσο προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες μειώθηκε κατά 2,1 έτη το 2020, από 76,3 έτη το 2019 σε 74,2 έτη το 2020. Για τις γυναίκες, η μέση μείωση ήταν 1,5 έτη, από 81,4 έτη το 2019 σε 79 έτη το 2020.

Η ελάττωση του προσδόκιμου ζωής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της θνησιμότητας λόγω COVID-19, αφού σχεδόν 351.000 θάνατοι συνολικά αποδίδονται στον κορωνοϊό κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. Στις αιτίες θανάτου που συνέβαλαν επίσης σημαντικά στην μείωση αυτή ακολουθούν οι ακούσιοι τραυματισμοί (που περιλαμβάνουν και τις θανατηφόρες υπερβολικές δόσεις φαρμάκων), οι καρδιακές παθήσεις, οι ανθρωποκτονίες και ο σακχαρώδης διαβήτης.

Στη συνολική κατάταξη οι καρδιακές παθήσεις (168,2 θάνατοι ανά 100.000 πληθυσμού) και ο καρκίνος (144,1 θάνατοι ανά 100.000 πληθυσμού) παρέμειναν οι δύο πρώτες αιτίες θανάτου, ενώ η COVID-19 έγινε η τρίτη κύρια αιτία θανάτου. Ενδιαφέρον έχει ότι οι αυτοκτονίες έπεσαν από τη λίστα με τις δέκα κορυφαίες αιτίες θανάτου το 2020. Οι υπόλοιπες κύριες αιτίες θανάτου το 2020 μετά τις τρεις πρώτες ήταν οι ακούσιοι τραυματισμοί, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οι χρόνιες παθήσεις του κατώτερου αναπνευστικού, η νόσος Αλτσχάιμερ, ο σακχαρώδης διαβήτης, η γρίπη, και η νεφρική νόσος. Αυτές οι δέκα κύριες αιτίες αντιπροσωπεύουν το 74% όλων των θανάτων στις ΗΠΑ το 2020.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το 2020 το αποτέλεσμα των εμβολιασμών έναντι COVID-19 δεν ήταν ακόμη καθοριστικά ορατό, ευελπιστώντας να μην παρατηρηθεί ποτέ ξανά τέτοια θνησιμότητα λόγω COVID-19. Από την άλλη, οι αυξήσεις στους θανάτους που αποδίδονται σε αίτια διαφορετικά από COVID-19 υποδηλώνουν ότι η πανδημία έχει επηρεάσει αρνητικά την υγεία και με έμμεσους τρόπους. Οι αυξήσεις σε άλλες κύριες αιτίες θανάτου, όπως οι καρδιακές παθήσεις και ο σακχαρώδης διαβήτης, μπορεί να προέρχονται από διαταραχές στην υγειονομική περίθαλψη που παρεμπόδισαν την προληπτική φροντίδα, την έγκαιρη διάγνωση ή διαχείριση τέτοιων ασθενειών. Τα στοιχεία αυτά, αν και προέρχονται από τις ΗΠΑ, αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και θα πρέπει να αξιοποιηθούν καταλλήλως από τους κρατικούς και υγειονομικούς φορείς για το καλό της κοινωνίας.


Ανάπτυξη Αυτοαντισωμάτων μετά από ήπια λοίμωξη με COVID-19

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Translational Medicine και η οποία προέρχεται από τις ΗΠΑ, η λοίμωξη COVID-19 μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή αντισωμάτων που στρέφονται εναντίον ιστών και οργάνων του ατόμου που νόσησε μήνες μετά την ανάρρωσή του, ακόμα κι αν η νόσος είχε λίγα ή καθόλου συμπτώματα.  

Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι τα άτομα που έχουν μολυνθεί από έναν ιό παράγουν αντισώματα για να τον εξουδετερώσουν. Σε αρκετές ιογενείς λοιμώξεις , αυτά τα αντισώματα μπορεί να  εμφανίζουν και μια «τοξική» δράση απέναντι σε φυσιολογικούς ιστούς και όργανα, δηλαδή να δρουν σαν «αυτοαντισώματα». Οι ερευνητές γνωρίζουν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο ότι σοβαρές περιπτώσεις COVID-19 μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ένα άτομο να αναπτύξει τέτοια «αυτοαντισώματα». Στην μελέτη από το Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις COVID19, ακόμα και για διάστημα έξι μηνών μετά την ανάρρωση. Αυτή η απορρύθμιση του ανοσοποιητικού, με την παραγωγή «αυτοαντισωμάτων» θα μπορούσε να εξηγήσει σε σημαντικό βαθμό διαφορετικούς τύπους επίμονων συμπτωμάτων που έχουν παρατηρηθεί σε άτομα που εμφανίζουν αυτό που ονομάζεται σήμερα ως «μακρά COVID-19» (long COVΙD).

Στην μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 5/1/2022, οι ερευνητές εξέτασαν  την δραστηριότητα αυτοαντισωμάτων έναντι 91 αυτοαντιγόνων  που συνδέονται με μια σειρά κλασικών αυτοάνοσων νοσημάτων,  σε δείγματα αίματος από 177 μη εμβολιασμένα άτομα (65% γυναίκες, 35% άνδρες, μέση ηλικία 35 ετών), που είχαν μολυνθεί από την COVID και τα συνέκριναν με δείγματα από υγιή άτομα που είχαν ληφθεί πριν από την πανδημία. Όλα τα άτομα που είχαν ιστορικό μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2 εμφάνιζαν αυξημένα επίπεδα αυτοαντισωμάτων, σύμφωνα με τη μελέτη. Σύμφωνα με τους  ερευνητές, βρέθηκαν αυτοαντισώματα που συνήθως συνδέονται με χρόνια φλεγμονή που περιλαμβάνει συγκεκριμένα συστήματα οργάνων και ιστούς όπως οι αρθρώσεις, το δέρμα και το νευρικό σύστημα. Ενώ η συνολική ανταπόκριση των αυτοαντισωμάτων ήταν πιο εμφανής στις γυναίκες μετά από ασυμπτωματική λοίμωξη, το εύρος και η έκταση της αντιδραστικότητας των αυτοαντισωμάτων  ήταν πιο εμφανή στους άνδρες μετά από τουλάχιστον ήπια συμπτωματική λοίμωξη. Συγκεκριμένα, η παρατηρούμενη αντιδραστικότητα περιελάμβανε διακριτά αντιγόνα με μοριακή ομολογία με αντιγόνα του SARS-CoV-2. Αυτά τα ευρήματα προκάλεσαν κάποια έκπληξη καθώς  ορισμένα από τα αυτοαντισώματα βρίσκονται συχνότερα σε αυτοάνοσα νοσήματα που επηρεάζουν περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες. Έτσι από τη μία πλευρά, αυτό το εύρημα είναι παράδοξο, δεδομένου ότι τα  αυτοάνοσα νοσήματα είναι συνήθως πιο συχνά στις γυναίκες, αλλά από την άλλη πλευρά, είναι επίσης κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενο, δεδομένων όλων όσων γνωρίζουμε ότι οι άνδρες είναι πιο ευάλωτοι στις πιο σοβαρές μορφές της COVID-19. Στα επόμενα βήματα της μελέτης, οι ερευνητές θα δουν εάν αυτοί οι τύποι αυτοαντισωμάτων βρίσκονται σε άτομα με συμπτώματα «μακράς COVID-19» και επίσης αν ανιχνεύονται σε εμβολιασμένα άτομα που αναπτύσσουν ορισμένες παρενέργειες.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: