Ο καρκίνος του νεφρού αποτελεί ένα από τα δέκα συχνότερα νεοπλάσματα σε άντρες και γυναίκες. Τα επιδημιολογικά δεδομένα μάλιστα δείχνουν ότι η διάγνωση αυτής της νόσου αυξάνεται σταδιακά τα τελευταία 30 χρόνια ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης χρήσης απεικονιστικών μεθόδων όπως το υπερηχογράφημα ή η αξονική τομογραφία που αναγνωρίζουν μικρούς υποκλινικούς καρκίνους. Η αντιμετώπιση του καρκίνου του νεφρού περιλαμβάνει τη νεφρεκτομή για τους ασθενείς με τοπική νόσο και τη χορήγηση στοχευουσών θεραπειών (αντιαγγειογενετικών παραγόντων) και ανοσοθεραπείας για όσους έχουν μεταστατική νόσο. Οι θεραπευτικές αυτές επιλογές μάλιστα έχουν μειώσει τη θνητότητα της νόσου τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Όπως όμως αναφέρουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Μιχάλης Λιόντος (Επίκουρος Καθηγητής Ογκολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), Μαρία Καπαρέλου (Δρ. Παθολόγος – Ογκολόγος) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Ογκολογίας - Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής), ο ρόλος της φαρμακευτικής αγωγής για την μείωση της πιθανότητας υποτροπής στους ασθενείς που έχουν τοπική νόσο και υποβάλλονται σε νεφρεκτομή αποτελούσε διαχρονική επιστημονική πρόκληση. Την προηγούμενη δεκαετία διεξήχθησαν μια σειρά μεγάλων κλινικών μελετών που εξέτασαν τον ρόλο της αντιαγγειογενετικής αγωγής ως επικουρικής θεραπείας στον καρκίνο νεφρού. Καμία μελέτη όμως και κανένα από τα σκευάσματα που εξετάστηκαν δεν κατάφεραν να αυξήσουν τελικά την επιβίωση. Ως συνέπεια, οι αντιαγγειογενετικές θεραπείες δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στην κλινική πράξη σαν επικουρική αγωγή στον καρκίνο νεφρού.
Τα δεδομένα όμως φαίνεται να αλλάζουν με την ανοσοθεραπεία. Πριν από δύο χρόνια ανακοινώθηκε στο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) κλινική μελέτη που αποδείκνυε ότι η χορήγηση του ανοσοθεραπευτικού παράγοντα πεμπρολιζουμάμπη ως επικουρική θεραπεία για ένα χρόνο σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε νεφρεκτομή για εντοπισμένο διαυγοκυτταρικό καρκίνο νεφρού μπορούσε να καθυστερήσει την επανεμφάνιση της νόσου. Με βάση μάλιστα τα αρχικά αυτά αποτελέσματα της μελέτης το φάρμακο έλαβε έγκριση τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη. Βέβαια καθώς γνωρίζουμε ότι ο κίνδυνος υποτροπής της νόσου δεν είναι ίδιος για όλους τους ασθενείς που υποβάλλονται σε νεφρεκτομή για καρκίνο νεφρού, η έγκριση αφορούσε τις ομάδες των ασθενών που εντάχθηκαν στην μελέτη, δηλαδή όσους είχαν υψηλής κακοήθειας μεγάλους όγκους που εντοπίζονταν στο νεφρό αλλά και όσους είχαν εξωνεφρική επέκταση της νόσου ή/και επέκτασή της στους λεμφαδένες. Τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι περίπου οι μισοί από αυτούς τους ασθενείς υποτροπιάζουν εντός 5 ετών από τη νεφρεκτομή.
Μέχρι πολύ πρόσφατα όμως δεν γνωρίζαμε αν αυτή η πρακτική που καθυστερεί την επανεμφάνιση της νόσου, αυξάνει και την επιβίωση τελικά των ασθενών. Όπως ανακοινώθηκε πριν από δύο μήνες σε διεθνές ουρολογικό συνέδριο και δημοσιεύθηκε πολύ πρόσφατα στο περιοδικό New England Journal of Medicine, τα ανανεωμένα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν όφελος και στην συνολική επιβίωση των ασθενών. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι μετά από 4 έτη παρακολούθησης, ο σχετικός κίνδυνος θανάτου από τη νόσο μειώθηκε κατά 38% σε όσους έλαβαν πεμπρολιζουμάμπη. Μάλιστα, το όφελος φαίνεται ότι είναι παρόμοιο μεταξύ των διαφόρων υποομάδων ασθενών που εντάχθηκαν στη συγκεκριμένη μελέτη. Είναι προφανές ότι τα νέα αυτά αποτελέσματα ισχυροποιούν τη θέση της ανοσοθεραπείας ως επικουρικής αγωγής στο διαυγοκυτταρικό καρκίνο νεφρού.
Είναι σίγουρο ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να κατανοήσουμε τον ακριβή ρόλο της ανοσοθεραπείας ως αγωγής για όσους ασθενείς έχουν υποβληθεί σε ριζική εξαίρεση του καρκίνου νεφρού. Άλλοι ανοσοθεραπευτικοί παράγοντες ή συνδυασμοί ανοσοθεραπείας που δοκιμάσθηκαν ως επικουρική αγωγή δεν απέδειξαν αποτελεσματικότητα ανάλογη της πεμπρολιζουμάμπης. Πιστεύεται ότι ο διαφορετικός σχεδιασμός των μελετών, το διαφορετικό προφίλ τοξικότητας και αποτελεσματικότητας μεταξύ των ανοσοθεραπευτικών παραγόντων είναι υπεύθυνο για τα αντικρουόμενα αποτελέσματα. Είναι όμως σίγουρα ένδειξη ότι πρέπει να καθοριστούν συγκεκριμένοι βιοδείκτες που θα προβλέπουν ποιοι ασθενείς θα λάβουν το μεγαλύτερο όφελος από την επικουρική χρήση ανοσοθεραπείας. Ενισχυτικό αυτής της άποψης είναι το σημαντικό ποσοστό ασθενών που έλαβαν επικουρική ανοσοθεραπεία και εμφάνισαν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες. Στο πλαίσιο της μελέτης περίπου ένας στους πέντε ασθενείς που εκτέθηκαν στην πεμπρολιζουμάμπη ανέπτυξαν σημαντική τοξικότητα με συνέπεια να διακόψουν την αγωγή. Δεδομένου ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι ανεπιθύμητες ενέργειες της ανοσοθεραπείας μπορεί να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις και η χρήση της σε αυτή την περίπτωση είναι προφυλακτική, θα πρέπει οι ασθενείς να ενημερώνονται αναλυτικά για τα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους της θεραπείας.
Συμπερασματικά, η χορήγηση πεμπρολιζουμάμπης αυξάνει την επιβίωση και μειώνει τις πιθανότητες υποτροπής σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε νεφρεκτομή για διαυγοκυτταρικό καρκίνου νεφρού με εντοπισμένη νόσο. Τα δεδομένα αυτά μετατοπίζουν το ενδιαφέρον στην εντατικότερη αντιμετώπιση πιο πρώιμων μορφών της νόσου ώστε να αποφεύγεται η εμφάνιση μεταστάσεων.