Όπως τονίζουν, η θεραπεία των ατόμων αυτών  νωρίς κατά τη διάρκεια της μόλυνσης με τον SARS-CoV-2, θα επιταχύνει την ανάρρωσή τους, θα μειώσει την πιθανότητα να αναπτύξουν σοβαρές επιπλοκές  και να μειώσει την πίεση στα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτού του άρθρου.

Παρά το γεγονός ότι νωρίς κατά τη μόλυνση και την πρώτη φάση της λοίμωξης αντιμετώπισαν μόνο ήπια συμπτώματα, πολλοί ασθενείς με COVID-19 θα εμφανίσουν  σοβαρή ασθένεια που θα οδηγήσει σε νοσηλεία. Επίσης, ορισμένοι θα χρειαστούν μακρά περίοδο ανάρρωσης και θα αναπτύξουν επιπλοκές όπως μακροχρόνια κόπωση, ψυχικές διαταραχές και προβλήματα με τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων.

Έτσι, ενώ αρκετές θεραπείες όπως το remdesivir και η δεξαμεθαζόνη είναι είτε διαθέσιμες είτε βρίσκονται σε κλινική ανάπτυξη για ασθενείς με  σοβαρή COVID-19, χρειάζονται επειγόντως θεραπείες που να μπορούν να χορηγηθούν νωρίς κατά τη διάρκεια της λοίμωξης για την πρόληψη της εξέλιξης της νόσου και των μακροπρόθεσμων επιπλοκών.

Αρκετά αντιιϊκά φάρμακα είτε εγκεκριμένα ή σε ανάπτυξη για άλλες ιογενείς λοιμώξεις, όπως ο ιός HIV, ο ιός της ηπατίτιδας C και Ebola, βρίσκονται υπό μελέτη  για την έγκαιρη θεραπεία του COVID-19. Παραδείγματα αντιϊκών σε δοκιμές για έγκαιρη θεραπεία της COVID-19 είναι το MK-4482 (EIDD-2801), ένας ριβονουκλεοσιδικός αναστολέας, χορηγούμενος από το στόμα, που αναπτύχθηκε αρχικά για τη γρίπη (NCT04575597). Το SNG001, είναι μια νεφελοποιημένη μορφή ιντερφερόνης-β 1α (χορηγείται με εισπνοή) που αναπτύχθηκε για ιογενείς λοιμώξεις σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (NCT04385095). Το camostat mesylate, ένας αναστολέας πρωτεάσης εγκεκριμένος για τη θεραπεία της χρόνιας παγκρεατίτιδας επίσης δοκιμάζεται.

Τα ανοσοτροποποιητικά φάρμακα εξετάζονται εκτενώς για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής COVID-19 και παρόλο που αυτοί οι παράγοντες είναι λιγότερο πιθανό να είναι τόσο ευεργετικοί όσο τα αντιιϊκά κατά την πρώιμη λοίμωξη, αυτή η προσέγγιση διερευνάται επίσης για την αντιμετώπισης της πρώιμης, ήπια ασθένειας. Επιπλέον, δοκιμάζονται προσεγγίσεις για την πρόληψη ορισμένων από τις πιο σοβαρές επιπλοκές της COVID-19.

Αναπτύσσονται επίσης ειδικές προσεγγίσεις έναντι του SARS-CoV-2, όπως αντιιϊκά αντισώματα. Προϊόντα πλάσματος από αναρρώσαντες ασθενείς, υπεράνοση γ-σφαιρίνης και πολυκλωνικά αντισωματα δοκιμάζονται σε ένα ευρύ φάσμα κλινικών μελετών, που περιλαμβάνουν και ασθενείς με  ήπια έως μέτρια νόσο. Επιπλέον, μονοκλωνικά αντισώματα αναπτύσσονται από διάφορες εταιρείες και ακαδημαϊκούς ερευνητές. Κλινικές δοκιμές πρώιμης φάσης έδειξαν πολλά υποσχόμενα πρώιμα αποτελέσματα, κυρίως σε ασθενείς με πρώιμη ή μέτριας βαρύτητας νόσο.

Δεδομένης της διάρκειας και της σοβαρότητας της πανδημίας της COVID-19, δικαιολογούνται επίσης οι επενδύσεις σε στοχευμένες προσεγγίσεις σχεδιασμού νέων φαρμάκων για την έγκαιρη θεραπεία. Αν και αυτή η προσέγγιση θα είναι μακρά και πιο δαπανηρή από την διερεύνηση της πιθανής δράσης ήδη υπαρχόντων φαρμάκων, η ανακάλυψη νέων στοχευμένων αντιιϊκών φαρμάκων μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη όχι μόνο για την COVID-19, αλλά και σε μελλοντικές πανδημίες. Μαθήματα μπορούν να αντληθούν από την επιτυχή ανάπτυξη αντιιϊκών έναντι άλλων ιών όπως ο HIV και η ηπατίτιδα C. Με αυτούς τους ιούς, μπορεί να απαιτούνται συνδυασμοί αντιιϊκών για την πιο αποτελεσματική θεραπεία και για να αποφευχθεί η ανάπτυξη αντοχής.

Για μια τέτοια παρέμβαση σε ασθενείς με ήπια νόσο, όμως, απαιτείται συνεχής έρευνα για την  βελτίωση των υπαρχόντων και μελλοντικών υποψήφιων θεραπειών ενώ θα πρέπει αυτές οι θεραπείες να χορηγούνται εύκολα και να διατίθενται ευρέως με χαμηλό κόστος, καθώς θα απευθυνθούν σε μεγάλο πληθυσμό ασθενών.


Αντισώματα για το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2 προϋπάρχουν σε μη μολυσμένα άτομα και μάλιστα είναι υψηλότερα σε παιδιά και εφήβους

Παρόλο που τους τελευταίους μήνες στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής είναι η πανδημία από το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2, υπάρχουν πολλοί κορωνοϊοί που μολύνουν τον άνθρωπο. Οι εποχικές λοιμώξεις από κορωνοϊούς είναι αρκετά συχνές και συνήθως είναι ήπιες με συμπτώματα που ομοιάζουν με το κοινό κρυολόγημα. Αυτές οι ήδη γνωστές λοιμώξεις από κορωνοϊούς στον άνθρωπο οδήγησαν στην υπόθεση ότι θα μπορούσε να υπάρχει διασταυρούμενη ανοσολογική απόκριση μεταξύ των κορωνοϊών και πιθανά μια προϋπάρχουσα “αντι-κορωνοϊική ανοσία” θα μπορούσε να δρα προστατευτικά και έναντι του SARS-CoV-2.

Ομάδα επιστημόνων από το Ινστιτούτο Francis Crick και το University College του Λονδίνου, με επικεφαλής τους Ελληνικής καταγωγής Ερευνητές Γεώργιο Κασσιώτη και Ελένη Ναστούλη μελέτησαν το φαινόμενο της προϋπάρχουσας χυμικής (δηλ. μέσω αντισωμάτων) ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2 σε άτομα που δεν είχαν ποτέ μολυνθεί από τον SARS-CoV-2. Η εργασία της ομάδας των Κασσιώτη και Ναστούλη με τίτλο "Preexisting and de novo humoral immunity to SARS-CoV-2 in humans" (Προϋπάρχουσα και νεότερη χυμική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 στον άνθρωπο), δημοσιεύθηκε πρόσφατα το έγκριτο διεθνές περιοδικό Science (https://science.sciencemag.org/content/early/2020/11/05/science.abe1107), παρέχοντας στην επιστημονική κοινότητα πολύ χρήσιμα στοιχεία για την κατανόηση της φυσικής πορείας της λοίμωξης, αλλά και την ευαισθησία που εμφανίζουν συγκεκριμένες ομάδες στη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2. Οι Καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ουρανία Τσιτσιλώνη και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) παρουσιάζουν τα κυριότερα σημεία του άρθρου.

Οι τέσσερις κορωνοϊοί που προκαλούν ήπιες λοιμώξεις με συμπτώματα τύπου κοινού κρυολογήματος στον άνθρωπο είναι οι άλφα κορωνοϊοί 229Ε και NL63, και οι βήτα κορωνοϊοί OC43 και HKU1. Άλλοι τρεις κορωνοϊοί προκαλούν πολύ πιο σοβαρές λοιμώξεις, και είναι ο MERS-CoV (βήτα κορωνοϊός που προκαλεί το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής ή MERS), ο SARS-CoV (βήτα κορωνοϊός που προκαλεί το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο ή SARS) και ο SARS-CoV-2, ο νέος κορωνοϊός που προκαλεί τη νόσο COVID-19. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι άνθρωποι συνήθως μολύνονται με τους ανθρώπινους κορωνοϊούς 229E, NL63, OC43 και HKU1.Η ομάδα των Κασσιώτη και Ναστούλη έλεγξε σειρά δειγμάτων από άτομα που δεν είχαν μολυνθεί ποτέ από το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 16 από τους 302 ενήλικες (5,3%) είχαν ήδη στο αίμα τους αντισώματα της τάξης G (IgG) τα οποία αντιδρούσαν με την υπομονάδα S2 της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2 και πιθανότατα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια προηγούμενων εποχιακών λοιμώξεων από άλλους κορωνοϊούς, σαν αυτούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα. Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων IgG ήταν πολύ πιο συχνή στην ομάδα των παιδιών και εφήβων (ηλικίας 1 έως 16 ετών) που δεν είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2: τα 21 από τα 48 παιδιά/έφηβοι (43,8%) είχαν στο αίμα τους ανιχνεύσιμα αντισώματα IgG που αντιδρούσαν με την υπομονάδα S2 του SARS-CoV-2. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί την υπομονάδα S2 για να εισέλθει και να μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα, και η υπομονάδα S2 φαίνεται να έχει μεγαλύτερες δομικές ομοιότητες μεταξύ των διαφορετικών κορωνοϊών απότι η υπομονάδα S1 της πρωτεΐνης-ακίδας.Τα προϋπάρχοντα αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα στα μη μολυσμένα άτομα ήταν κυρίως IgG (και όχι IgM ή IgA που συνυπάρχουν με τα IgG στα μολυσμένα από SARS-CoV-2 άτομα). Επιπλέον, οι οροί από τα μη μολυσμένα άτομα (ενήλικες και παιδιά) παρουσίασαν σημαντική και ειδική ικανότητα εξουδετέρωσης του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2. Το σημαντικό αυτό γεγονός επιβεβαιώθηκε και σε πειράματα καλλιέργειας κυττάρων μολυσμένων με ψευδοτύπους του νέου κορωνοϊού, όπου και φάνηκε καθαρά η εξουδετερωτική ικανότητα των προϋπαρχόντων IgG αντισωμάτων στο ορό μη μολυσμένων ατόμων. Αντίθετα, οροί από μη μολυσμένα άτομα που δεν είχαν όμως προϋπάρχοντα αντισώματα, δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν τον SARS-CoV-2.Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η υπομονάδα S2 της πρωτεΐνης-ακίδας που ομοιάζει μεταξύ των διαφόρων κορωνοϊών και στοχεύεται από τα προϋπάρχοντα εξουδετερωτικά αντισώματα, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πολύ καλό στόχο για τη δημιουργία ενός καθολικού εμβολίου που θα μας προστατεύει από τους υπάρχοντες, αλλά και από μελλοντικούς κορωνοϊούς. Επιπλέον, οι διαφορές στα προϋπάρχοντα αντισώματα μεταξύ παιδιών/εφήβων και ενηλίκων πιθανά εξηγεί και για την υψηλότερη ευαισθησία των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στη νόσο COVID-19. Τέλος, παρόλο που η διασταυρούμενη ανοσία δεν φαίνεται να είναι μακροχρόνια, η προϋπάρχουσα ανοσολογική μνήμη τόσο από τα Τ όσο και από τα Β λεμφοκύτταρα μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει τη φυσική λοίμωξη, και εφ’ ενός μεν να συμβάλλει στην εκδήλωση ηπιότερων συμπτωμάτων στα μολυνθέντα άτομα με COVID-19, αφ’ ετέρου δε να μειώσει σημαντικά τη μετάδοση και διασπορά του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2.  

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: