Αλλεργικές αντιδράσεις μετά την πρώτη δόση του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 της εταιρείας Moderna στις ΗΠΑ

Το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) δημοσίευσε στις 22/01/21 δεδομένα σχετικά με τις αλλεργικές αντιδράσεις που καταγράφηκαν από τις 21 Δεκεμβρίου 2020 έως τις 10 Ιανουαρίου 2021 μετά την πρώτη δόση του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2 της εταιρείας Moderna. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική δημοσίευση (Allergic Reactions Including Anaphylaxis After Receipt of the First Dose of Moderna COVID-19 Vaccine — United States, December 21, 2020–January 10, 2021. MMWR Morb Mortal Wkly Rep. ePub: 22 January 2021). Σύμφωνα με το CDC, μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2021 είχαν ανιχνευτεί 24.135.690 κρούσματα COVID-19 και 400.306 σχετιζόμενοι θάνατοι στις ΗΠΑ. Στις 18 Δεκεμβρίου 2020 ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) εξέδωσε άδεια επείγουσας χορήγησης των δύο δόσεων του εμβολίου της εταιρείας Moderna για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 2021 4.041.396 άτομα είχαν λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου στις ΗΠΑ (2.465.411 γυναίκες, 1.450.966 άνδρες). Συνολικά αναφέρθηκαν 1.266 (0.03%) ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τη λήψη του εμβολίου. Εξ’ αυτών οι 108 περιπτώσεις διερευνήθηκαν περαιτέρω ως πιθανές σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις. Τελικά, προσδιορίστηκαν 10 περιπτώσεις αναφυλαξίας, το οποίο αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό 2,5 περιπτώσεων ανά 1.000.000 δόσεων. Η αναφυλαξία είναι μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση απειλητική για τη ζωή που εκδηλώνεται εντός λεπτών ή ωρών από την επαφή με τον αλλεργιογόνο παράγοντα. Και οι 10 περιπτώσεις αφορούσαν γυναίκες με διάμεση ηλικία τα 47 έτη (εύρος 31-63). Το διάμεσο χρονικό διάστημα από τον εμβολιασμό έως την εμφάνιση αναφυλαξίας ήταν 7,5 λεπτά (εύρος 1 λεπτό έως 45 λεπτά). Στις 9 από τις 10 περιπτώσεις η αναφυλαξία εκδηλώθηκε εντός 15 λεπτών από τη λήψη του εμβολίου ενώ σε 1 περίπτωση τα συμπτώματα ξεκίνησαν μετά τα 30 λεπτά. Και οι 10 ασθενείς έλαβαν επινεφρίνη ενδομυικά σύμφωνα με τα πρωτόκολλα αντιμετώπισης αναφυλακτικού σοκ. Έξι ασθενείς νοσηλεύτηκαν, εκ των οποίων οι 5 σε μονάδα εντατικής θεραπείας και οι 4 χρειάστηκαν ενδοτραχειακή διασωλήνωση. Οι υπόλοιποι 4 αντιμετωπίστηκαν σε τμήμα επειγόντων περιστατικών. Κανένα άτομο δεν κατέληξε. Όλα τα περιστατικά αναφυλαξίας αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς και ανάρρωσαν. Τα 9 από τα 10 άτομα που εμφάνισαν αναφυλακτική αντίδραση είχαν ατομικό ιστορικό αλλεργίας ή αλλεργικών αντιδράσεων σε φάρμακα (6 άτομα), σκιαγραφικά (2 άτομα) και τρόφιμα (1 άτομο). Πέντε άτομα είχαν προηγούμενο ιστορικό αναφυλαξίας, αλλά κανένα δεν είχε συσχετιστεί με λήψη εμβολίου. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκαν 43 περιπτώσεις μη αναφυλακτικών αλλεργικών αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν εντός του πρώτου 24ώρου από τη χορήγηση του εμβολίου. Οι 26 (60%) χαρακτηρίστηκαν ως μη σοβαρές και τα συχνότερα συμπτώματα συμπεριλάμβαναν κνίδωση, εξάνθημα, αίσθημα κνησμού στο στόμα και στο λαιμό, αίσθημα δύσπνοιας και συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα. Η διάμεση ηλικία ήταν τα 43 έτη (εύρος 22-96) και οι 39 (91%) περιπτώσεις αφορούσαν γυναίκες. Η διάμεση χρονική διάρκεια από τη χορήγηση του εμβολίου έως την έναρξη των συμπτωμάτων ήταν τα 15 λεπτά (εύρος <1 λεπτό έως 24 ώρες), ενώ στις 30 (73%) περιπτώσεις τα συμπτώματα εμφανίστηκαν εντός 30 λεπτών και σε 11 περιπτώσεις μετά το πέρας των 30 λεπτών. Στις 26 (60%) περιπτώσεις είχε καταγραφεί προηγούμενο ιστορικό αλλεργιών ή αλλεργικών αντιδράσεων κυρίως σε τρόφιμα και φάρμακα. Συμπερασματικά, η πανδημία COVID-19 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη διεθνώς και ο καθολικός πληθυσμιακός εμβολιασμός κρίνεται εξαιρετικά απαραίτητος. Ωστόσο, εξειδικευμένο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό σε κατάλληλα εξοπλισμένους χώρους πρέπει να αναλαμβάνει την αξιολόγηση των ατόμων που προσέρχονται για εμβολιασμό με τη λήψη πλήρους ιστορικού αλλεργιών και στη συνέχεια να αξιολογεί τους εμβολιασθέντες για σύντομο χρονικό διάστημα για πιθανή εμφάνισης σημείων και συμπτωμάτων αλλεργικής αντίδρασης. Όποιο άτομο έχει εμβολιασθεί και εμφανίζει συμπτώματα αλλεργικής αντίδρασης θα πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική φροντίδα ώστε να αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα.

ΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΡΕΝΙΝΗΣ-ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ-ΑΛΔΟΣΤΕΡΟΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ COVID-19

Ένα από τα σημαντικά θέματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, ήταν κατά πόσο η θεραπεία με αναστολείς του συστήματος ρενίνης αγγειοτενσίνης αλδοστερόνης, φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στη θεραπεία καρδιολογικών παθήσεων και της αρτηριακής υπέρτασης,  αυξάνει τον κίνδυνο λοίμωξης από SARS-CoV-2  και προδιαθέτει σε βαρύτερη νόσηση και αυξημένη θνητότητα των ασθενών με COVID-19. Αυτή η υπόθεση βασίστηκε σε δεδομένα από πειραματικά μοντέλα, τα οποία υποστηρίζουν ότι οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (αΜΕΑ) και οι αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης (ΑΥΑ) αυξάνουν τη συγκέντρωση του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης 2 στις κυτταρικές μεμβράνες, το οποίο φαίνεται να αποτελεί υποδοχέα του SARS-CoV-2 και να διευκολύνει την είσοδό του ιού στο κύτταρο και την λοίμωξη από SARS-CoV-2. Ωστόσο, πλήθος κλινικών μελετών έδειξε ότι οι ασθενείς που ελάμβαναν αΜΕΑ ή ΑΥΑ δεν παρουσίαζαν αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης από SARS-CoV-2, βαρύτερη νόσο ή αυξημένη θνητότητα από COVID-19. Αντίθετα, τα έως τώρα βιβλιογραφικά δεδομένα δεν έδιναν μία ξεκάθαρη απάντηση για το αν η συνέχιση της θεραπείας με αΜΕΑ ή ΑΥΑ κατά τη διάρκεια νοσηλείας ασθενών με COVID-19 επηρέαζε αρνητικά την έκβαση των ασθενών αυτών. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Μανιός και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/), ανασκόπησαν τη βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα αυτό.
Δύο πρόσφατα δημοσιευμένες μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά υψηλού κύρους έδειξαν ότι η συνέχιση της θεραπείας (όπου δεν υπήρχε ιατρική αντένδειξη) με αΜΕΑ ή ΑΥΑ σε ασθενείς νοσηλευόμενους λόγω COVID-19 δεν επηρέασε την βαρύτητα και έκβαση της νόσου. Η πρώτη μελέτη, δημοσιευμένη στο Journal of the American Medical Association, διεξήχθη σε 29 νοσοκομεία της Βραζιλίας και συμμετείχαν 659 νοσηλευόμενοι ασθενείς με επιβεβαιωμένη ήπια ή μετρίου βαθμού COVID-19 λοίμωξη, οι οποίοι ελάμβαναν αγωγή με αΜΕΑ ή ΑΥΑ πριν τη νοσηλεία τους. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε συνέχιση ή διακοπή της θεραπείας με αΜΕΑ ή ΑΥΑ κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και συνολικά 30 ημέρες, εκτός και αν υπήρχε σοβαρή αντένδειξη χορήγησης, όπως υπόταση ή οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η μελέτη έδειξε ότι δεν υπήρχε στατιστικώς σημαντική διαφορά, ως προς τον αριθμό των ημερών που επιβίωσαν, στους ασθενείς που συνέχισαν την θεραπεία με αΜΕΑ ή ΑΥΑ (22.9 ημέρες) συγκριτικά με  αυτούς που τη διέκοψαν (21.9 ημέρες). Επιπλέον, κατά το διάστημα των 30 ημερών παρακολούθησης, οι δύο ομάδες ασθενών δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ολική θνητότητα, την καρδιαγγειακή θνητότητα και την κλινική επιδείνωση της λοίμωξης.
Στη δεύτερη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Lancet Respiratory Medicine, συμμετείχαν 152 νοσηλευόμενοι ασθενείς με COVID-19 από 20 νοσοκομεία σε 7 χώρες, οι οποίοι ελάμβαναν αγωγή με αΜΕΑ ή ΑΥΑ προ της εισαγωγής στο νοσοκομείο. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με το αν θα συνέχιζαν ή διέκοπταν την αγωγή με αΜΕΑ ή ΑΥΑ και παρακολουθήθηκαν για 28 ημέρες. Κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν ένα συνολικό score βαρύτητας της νόσου που περιλάμβανε παραμέτρους όπως το χρονικό διάστημα επιβίωσης, τη διάρκεια που χρειάστηκε υποστήριξη με μηχανικό αερισμό, τη διάρκεια υποβολής σε αιμοκάθαρση ή χορήγησης αγγειοσυσπαστικών φαρμάκων και την εμφάνιση πολυοργανικής ανεπάρκειας κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Η ανάλυση των δεδομένων της μελέτης έδειξε ότι οι ασθενείς που συνέχισαν να λαμβάνουν θεραπεία με αΜΕΑ δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές ως προς το συνολικό score βαρύτητας της νόσου, την ανάγκη νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας και υποστήριξης με μηχανικό αερισμό και τη θνητότητα.
Συμπερασματικά, σε άτομα που λαμβάνουν συστηματικά αγωγή με αΜΕΑ ή ΑΥΑ και νοσηλεύονται λόγω COVID-19, η συνέχιση της θεραπείας με αΜΕΑ ή ΑΥΑ δεν επηρεάζει αρνητικά την έκβαση. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συστάσεις των διεθνών οδηγιών, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να συνεχίζουν τη θεραπεία με αναστολείς του συστήματος ρενίνης αγγειοτενσίνης αλδοστερόνης κατά τη διάρκεια της νοσηλείας ασθενών με COVID-19, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που υπάρχει σαφής αντένδειξη για τη χορήγησή τους.

 

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: