ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΔΟΣΗ ΕΜΒΟΛΙΟΥ ΑΡΚΕΤΗ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΝΟΣΗΣΕΙ;

Για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο είναι διαθέσιμα τα εμβόλια της Pfizer και της Moderna, και συστήνεται ο εμβολιασμός με δύο δόσεις. Η πρώτη δόση των mRNA εμβολίων προετοιμάζει το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να αναγνωρίσει και να «επιτεθεί» στην πρωτεΐνη spike στην επιφάνεια του ιού SARS-CoV-2. Η δεύτερη δόση λίγες εβδομάδες μετά έχει ως στόχο να ενισχύσει τον τίτλο των αντισωμάτων για να προσδώσει καλύτερη ανοσία. Όσοι όμως έχουν νοσήσει με λοίμωξη COVID-19, πρέπει αδιαμφισβήτητα να εμβολιαστούν για να μεγιστοποιήσουν την προστασία ενάντια στην επαναλοίμωξη, αλλά επειδή έχουν μία ήδη υπάρχουσα φυσική ανοσία, δημιουργείται το ερώτημα αν μία δόση θα ήταν αρκετή. Σε μία μικρή μελέτη,  υπό την εποπτεία του National Institute of Health των ΗΠΑ, παρουσιάζονται δεδομένα που δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί, σχετικά με το ερώτημα αυτό. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Παναγιώτης Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτά. Η ανοσολογική απάντηση των ασθενών που έχουν λάβει μία δόση εμβολίου και έχουν ιστορικό λοίμωξης COVID-19 είναι ίδια ή και καλύτερη από κάποιον που έχει λάβει δύο δόσεις χωρίς να έχει νοσήσει. Οι ερευνητές αιτιολόγησαν τα ευρήματα αυτά, θεωρώντας ότι η πρώτη δόση σε όποιον έχει ήδη νοσήσει μάλλον δρα όπως η δεύτερη σε κάποιον που δεν έχει νοσήσει ξανά. Επίσης παρατηρήθηκε ότι όσοι είχαν νοσήσει εμφάνισαν συχνότερα συμπτώματα ανοσολογικής απόκρισης (άλγος στο χέρι, πυρετό, κρυάδες, κόπωση) μετά την πρώτη δόση. Η μελέτη περιέλαβε 109 ασθενείς που έλαβαν την πρώτη δόση ενός mRNA εμβολίου, και παρατηρήθηκε ότι ανέπτυξαν αντισώματα σε χαμηλά επίπεδα εντός 9 έως 12 ημερών από την πρώτη δόση. Ωστόσο η κινητική των αντισωμάτων ήταν εντελώς διαφορετική στους 41 ασθενείς  με θετικό τίτλο αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 πριν την πρώτη δόση του εμβολίου, αφού εκείνοι πέτυχαν υψηλούς τίτλους αντισωμάτων σε λίγες μέρες, περίπου δέκα φορές παραπάνω από τους υπόλοιπους. Εάν τα δεδομένα αυτά υποστηριχθούν και από άλλες μελέτες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας  μπορεί να προτείνει μία δόση εμβολίου για όσους έχουν νοσήσει με COVID-19 λοίμωξη.

Η υψηλή αποτελεσματικότητα των mRNA εμβολίων μετά από την πρώτη δόση στην πλειοψηφία των εμβολιασμένων (Pfizer 90% και Moderna 92.1%) έχει οδηγήσει τους ερευνητές στη σκέψη ότι μία δόση θα είναι αρκετή έτσι ώστε να εμβολιαστεί μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ προς το παρόν θα ακολουθήσουν τη στρατηγική των δύο δόσεων του εμβολίου, καθώς ενώ το ποσοστό της προστασίας μπορεί να είναι υψηλό αλλά χωρίς διάρκεια. Η δεύτερη δόση μεγιστοποιεί τα οφέλη του εμβολιασμού ειδικά όσο ο κίνδυνος της πανδημίας παραμένει υψηλός. Ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων δεκαπλασιάζεται με τη δεύτερη δόση, και αυτός ο υψηλός τίτλος είναι απαραίτητος ειδικά την περίοδο αυτή που κυκλοφορούν διαφορετικά στελέχη του νέου κορωνοϊού. Οι ασθενείς που λαμβάνουν τη δεύτερη δόση του εμβολίου, μπορεί να προφυλάσσονται από τη σοβαρότερη μορφή της νόσου, ακόμα και αν τα καινούργια στελέχη έχουν εξελιχθεί ώστε να «ξεφεύγουν» από την προστασία του εμβολίου. Ωστόσο δεδομένης της περιορισμένης διαθεσιμότητας των εμβολίων είναι εύλογη η σκέψη αναβολής της δεύτερης δόσης του εμβολίου, καθώς αποτελεί ένα σοβαρό θέμα παγκόσμιας υγείας, που μπορεί να οδηγήσει σε χιλιάδες νοσηλείες και θανάτους τους επόμενους μήνες στις ΗΠΑ λόγω COVID-19.


Η χρήση χρόνιας ανοσοκατασταλτικής θεραπείας δεν φαίνεται να επηρεάζει την έκβαση της COVID-19   

Οι ασθενείς που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα θεωρητικά μπορεί να αποτελούν μια ομάδα υψηλού κινδύνου για λοίμωξη και εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών από την COVID-19. Στην πράξη όμως, δεν είναι σαφές αν τελικά αυτά τα φάρμακα μπορεί να επιδεινώσουν ή να ελαττώνουν την σοβαρότητα της COVID-19. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Πέτρος Σφηκάκης (Πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/) συνοψίζουν τα μέχρι τώρα δεδομένα. Μια από τις πιο σοβαρές επιπλοκές της COVID-19 είναι το σύνδρομο της καταιγίδας κυτταροκινών, και ορισμένα από τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη μπορεί να έχουν θετική επίδραση στην έκβαση του. Πιο συγκεκριμένα έχει αποδειχτεί ότι το συστηματικό κορτικοστεροειδές δεξαμεθαζόνη (η οποία έχει ισχυρή ανοσοκατασταλτική δράση)  ωφελεί τους ασθενείς με σοβαρή COVID-19 (μάλιστα είναι η μοναδική θεραπεία που έχει δείξει σημαντικό όφελος όσον αφορά την επιβίωση των ασθενών με σοβαρή  COVID-19). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τις οδηγίες του National Institute for Health and Care Excellence (NICE), δηλαδή του κεντρικού καθοδηγητικού υγειονομικού οργάνου, προτείνεται η προσωρινή διακοπή της ανοσοκατασταλτικής θεραπείας σε ασθενείς με COVID-19, αλλά η οδηγία δεν είναι απόλυτη και τονίζει ότι η απόφαση θα πρέπει να λαμβάνεται ξεχωριστά για κάθε ασθενή. Αντίθετα, οι οδηγίες από από το Κέντρα Ελέγχου Λοιμώξεων και ειδικών  Νόσων (CDC) στις ΗΠΑ, είναι λιγότερο επιφυλακτικές, σημειώνοντας ότι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής νόσου από την COVID-19. Συνεπώς, υπάρχει μια σχετική σύγχυση ανάμεσα στους κλινικούς γιατρούς όσον αφορά την χρήση αυτών των ειδικών θεραπειών.
 
Σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερα κατανοητή η σχέση της χρήσης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και βαρύτητας/έκβασης της COVID-19, μια ομάδα από το Τμήμα Επιδημιολογίας, του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, στο Maryland των ΗΠΑ, προχώρησε σε μια αναδρομική ανάλυση των δεδομένων και της έκβασης  ασθενών που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 και οι οποίοι λάμβαναν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα πριν από την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Η ομάδα των ασθενών που συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση περιελάμβανε άτομα ηλικίας τουλάχιστον 18 ετών, αλλά οι ασθενείς που χρειάστηκαν διασωλήνωση άμεσα μετά την εισαγωγή στον νοσοκομείο ή στο τμήμα των επειγόντων κατά την αρχική αξιολόγηση, αποκλείστηκαν από την ανάλυση. Σε όλους του ασθενείς καταγράφηκαν τα δεδομένα από την στιγμή της εισαγωγής μέχρι το εξιτήριο από το νοσοκομείο ή μέχρι τον θάνατο. Το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η ανάγκη και ο χρόνος μέχρι τη  διασωλήνωση, ενώ δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία ήταν η θνησιμότητα στο νοσοκομείο και η διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο.

Συνολικά αναλύθηκαν δεδομένα από  2121 ενήλικες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο μεταξύ Μαρτίου και τέλους Αυγούστου 2020, είτε με επιβεβαιωμένη είτε με υποψία COVID-19. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 55 έτη και 49% ήταν άνδρες. Μόνο 108 άτομα (5%) είχαν ιστορικό χρήσης ανοσοκατασταλτικής θεραπείας. Τα πιο συνηθισμένα φάρμακα ανοσοκατασταλτικά ήταν η πρεδνιζολόνη, σε δόση> 7,5 mg (44%), ακολουθούμενη από τακρόλιμους (19%), μυκοφαινολάτη (9%) και μεθοτρεξάτη (2%). Όσον αφορά το κύριο καταληκτικό σημείο, δεν υπήρχε διαφορά στο ποσοστό των ασθενών που χρειάστηκαν διασωλήνωση και  μηχανικό αερισμό (16% των ασθενών που λάμβαναν ανοσοκατασταλτική θεραπεία έναντι 15% των υπολοίπων, που δεν λάμβαναν ανοσοκαταστολή, p = 0,745). Ομοίως, τόσο η θνησιμότητα όσο και η διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων:  η θνησιμότητα εντός νοσοκομείου ήταν 7% και στις δύο ομάδες και η διάμεση διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο ήταν 6.9 για τους ανοσοκατασταλμένους έναντι 5.1 ημερών για τους υπόλοιπους ασθενείς  (p = 0,085). Σχολιάζοντας αυτά τα ευρήματα, οι συγγραφείς της μελέτης εικάζουν ότι η ανοσοκατασταλτική θεραπεία ίσως ελαττώνει  τη σοβαρότητα της υπερφλεγμονώδους απόκρισης και έτσι ελαττώνει την ένταση και την  βαρύτητα της σχετιζόμενης με την λοίμωξη καταιγίδας κυτταροκινών. Επιπλέον, θεωρούν ότι τα αποτελέσματα προσφέρουν στοιχεία στους κλινικούς ιατρούς ότι η ανοσοκατασταλτική θεραπεία δεν επηρεάζει τη σοβαρότητα της νόσου σε άτομα με COVID-19 και καταλήγουν ότι η χρόνια χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων δεν συσχετίστηκε ούτε με χειρότερη αλλά ούτε και καλύτερη κλινική έκβαση. Αν και τα παραπάνω αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά,  η μελέτη περιλαμβάνει σχετικά μικρό αριθμό ασθενών που λάμβαναν ανοσοκατασταλτική αγωγή, ενώ οι ασθενείς κυρίως λάμβαναν κορτιζόνη και λίγοι άλλα ανοσοκατασταλτικά ή ανοσοτροποποιητικά φάρμακα. 

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: