Πλάσμα από ασθενείς
Μια ελπιδοφόρα θεραπευτική προσέγγιση για τους ασθενείς που παρουσιάζουν σοβαρές επιπλοκές από τη νόσο COVID-19 είναι η χρησιμοποίηση των αντισωμάτων που απομονώνονται στο αίμα ασθενών που ανάρρωσαν. Η Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία (ΕΑΕ) και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) διοργανώνουν την πολυκεντρική μελέτη φάσης 2 με τίτλο «Θεραπεία με έγχυση πλάσματος από αναρρώσαντες ασθενείς για την αντιμετώπιση βαριάς λοίμωξης COVID-19».

Στη μελέτη μετέχουν 7 κέντρα και 24 ερευνητές μεταξύ των οποίων είναι ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής θάνος Δημόπουλος, αλλά και ο καθηγητής Σ. Τσιόδρας.
Η μελέτη ξεκίνησε στις 23 Απριλίου, με τον έλεγχο των πρώτων 6 υποψήφιων δοτών, στη Θεραπευτική Κλινική του «ΓΝ Αλεξάνδρα», με τη συμμετοχή του καθηγητή Αιματολογίας Βαγγέλη Τέρπου και της αναηληρώτριας καθηγήτριας Αιματολογίας Μαριάννας Πολίτου. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται η ενεργοποίηση της μελέτης και σε άλλα κέντρα.

Ο καθηγητής Θ. Δημόπουλος επισημαίνει ότι, με δεδομένη την υψηλή μεταδοτικότητα της νόσου, αλλά και την υψηλή θνητότητα των ευπαθών ομάδων, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για άμεσα διαθέσιμες θεραπείες.
Η εν λόγω μέθοδος κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, εφόσον ένας σημαντικός αριθμός ατόμων έχει αναρρώσει και μπορεί να χρησιμεύσει ως δότης πλάσματος το οποίο περιέχει αντισώματα έναντι του SARS-CO-V2.
Το πρωταρχικό στοιχείο που θα καθορίσει την επιτυχία αυτής της προσέγγισης είναι η επιβίωση των ασθενών στις τρεις εβδομάδες στον έναν μήνα και στους δύο μήνες από την ένταξη στη μελέτη, η οποία θα αρχίσει σε ένα δείγμα τουλάχιστον 60 ασθενών και θα διαρκέσει 20 μήνες.

Αρκετές μελέτες τονίζει ο κ. Δημόπουλος έχουν δείξει ότι η έγχυση πλάσματος από αναρρώσαντες σε νοσούντες οδήγησε σε μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο και μείωση της θνητότητας από την περίοδο της ισπανικής γρίπης το 1918 έως και τη σύγχρονη εποχή στις επιδημίες SARS και MERS, αλλά και στην πανδημία της influenza A H1Ν1 το 2009. Παρόμοιες μελέτες πάντως αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται σε πολλές χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιταλία, η Κίνα κ.ά.

Ο κ. Δημόπουλος εξηγεί ότι είναι απαραίτητο να πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια για την ένταξη ενός δότη στη μελέτη:
- Δύο αρνητικά αποτελέσματα με την τεχνική PCR για SARS-CoV-2 (ρινικό και/ή φαρυγγικό επίχρισμα).
- Μεσοδιάστημα τουλάχιστον 2 εβδομάδων μετά την πλήρη ανάρρωση από λοίμωξη με SARS-CoV-2 (χωρίς συμπτώματα, πλήρη ανάκαμψη από την όποια οργανική δυσλειτουργία, η οποία προκλήθηκε από SARS-CoV-2).
- Ανοσοαπόκριση με την ανίχνευση IgC αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στο πλάσμα του δότη.

Σχετικά με τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί, ο κ. Δημόπουλους εξηγεί ότι το πλάσμα θα συλλεχθεί με πλασμαφαίρεση από εθελοντές δότες που ανέρρωσαν ύστερα από λοίμωξη με SARS-CoV-2.
Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 60 ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19 θα συμπεριληφθούν στη μελέτη. Το πρωταρχικό στοιχείο που θα καθορίσει την επιτυχία αυτής της προσέγγισης δηλαδή το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης είναι η επιβίωση των ασθενών στις τρεις εβδομάδες στον ένα μήνα και στους δύο μήνες από την ένταξη στη μελέτη.

Σχετικά με τα βασικά κριτήρια ένταξης ασθενών στη συγκεκριμένη μελέτη, ο κ. Δημόπουλος εξηγεί ότι είναι η επιβεβαιωμένη λοίμωξη από SARS-CoV-2, η έναρξη συμπτωμάτων της νόσου όχι για περισσότερο από 12 ημέρες από την ένταξη στη μελέτη, καθώς και η σοβαρή μορφή της νόσου, απειλητική για τη ζωή. Οσον αφορά τα νεότερα δεδομένα για τις θεραπείες που δοκιμάζονται ανά τον κόσμο, ο κ. Δημόπουλος εξηγεί ότι προς το παρόν κανένα φάρμακο δεν έχει σαφώς αποδειχθεί ότι είναι ασφαλές και αποτελεσματικό για τη θεραπεία της νόσου COVID-19.

«Παρότι υπάρχουν αναφορές στην ιατρική βιβλιογραφία και στον Τύπο σχετικά με επιτυχή θεραπεία ασθενών με COVID-19 με μια ποικιλία παραγόντων, απαιτούνται δεδομένα κλινικών δοκιμών για τον εντοπισμό βέλτιστων θεραπειών γι' αυτήν την ασθένεια. Η συνιστώμενη κλινική αντιμετώπιση ασθενών με COVID-19 περιλαμβάνει μέτρα πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων και υποστηρικτική φροντίδα, συμπεριλαμβανομένου συμπληρωματικού οξυγόνου, καθώς και μηχανικής αναπνευστικής υποστήριξης όταν ενδείκνυται. Οπως και στη διαχείριση οποιοσδήποτε ασθένειας οι τελικές αποφάσεις θεραπείας ανήκουν τελικά στον ασθενή και στον θεράποντα», τονίζει ο κ. Δημόπουλος.