Φαρμακοεπαγρύπνηση και εμβόλια έναντι της COVID-19

Από το Μάρτιο του 2020 οπότε και άρχισαν οι πρώτες κλινικές μελέτες των εμβολίων έναντι της COVID-19 έως σήμερα αρκετές μελέτες φάσης ΙΙΙ έχουν ολοκληρωθεί και μια πλειάδα εμβολίων με διαφορετικούς μηχανισμούς (εμβόλια mRNA, με αδρανοποιημένους φορείς, ανασυνδυασμένη πρωτεϊνη ή αδρανοποιημένο ιό) έχουν εγκριθεί από τους αρμόδιους ρυθμιστικούς οργανισμούς και χορηγούνται σε εκατομμύρια ανθρώπους. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται το BNT162b2 (Pfizer-BioNTech COVID-19 εμβόλιο) το οποίο αποτελείται από ένα λιπιδιακό νανοσωματίδιο που περιέχει το mRNA και εκφράζει την πρωτεϊνη ακίδα του ιού. Η ανοσογονικότητα του εμβολίου το οποίο χορηγείται σε δύο δόσεις, επιβεβαιώθηκε με τις μετρήσεις εξουδετερωτικών αντισωμάτων ακόμα και σε περιπτώσεις μεταλλάξεων του ιού, σε τυχαιοποιημένες μελέτες φάσης Ι/ΙΙ. Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου αποδείχθηκε σε μελέτη φάσης ΙΙΙ και επιβεβαιώθηκε σε αναλύσεις βάσεων δεδομένων από χώρες με ευρεία εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού όπως το Ισραήλ. Όλα τα εμβόλια έναντι της COVID-19 έχουν λάβει επείγουσα έγκριση με βάση μελέτες με δείγμα πληθυσμού δεκάδων χιλιάδων ατόμων ευρέως ηλικιακού φάσματος. Κατά τον εμβολιασμό όμως του γενικού πληθυσμού σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πιθανό να καταγραφούν. Μετά την έγκριση τους οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) καθώς και ο Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων (FDA), παρακολουθούν συνεχώς τις ανεπιθύμητες ενέργειες σε άτομα που εμβολιάζονται. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ανίχνευση πιθανών κινδύνων και η άμεση αντιμετώπισή τους. Πολλές πηγές δεδομένων αναλύονται, όπως εκθέσεις από ασθενείς και επαγγελματίες υγείας (μέσω υποβολής Κίτρινης Κάρτας), κλινικές μελέτες, ιατρική βιβλιογραφία και πληροφορίες που προέρχονται από άλλες ρυθμιστικές αρχές. Επιπλέον οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές αξιολογούν με πολλή προσοχή ύποπτες ανεπιθύμητες ενέργειες για να προσδιορίσουν εάν αυτές συνδέονται ή όχι με το εμβόλιο. Με αυτόν τον τρόπο αποκλείεται η πιθανότητα οι ανεπιθύμητες ενέργειες να οφείλονται σε σύμπτωση ή σε παράγοντες που δεν συνδέονται με τον εμβολιασμό. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι μια άλλη υποκείμενη νόσος ή το προκληθέν άγχος λόγω του εμβολιασμού.

Κατόπιν αναφορών προερχόμενες από την εθνική βάση καταγραφής του Ισραήλ, στις 17 Μαϊου, το κέντρο ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων των Η.Π.Α. (CDC) εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας (φλεγμονής του μυοκαρδίου) έχουν αναφερθεί σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, κυρίως άνδρες, συνήθως εντός 4 ημερών μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου BNT162b2 (Pfizer-BioNTech) (https://www.cdc.gov/vaccines/acip/work-groups-vast/technical-report-2021-05-17.html). Η πλειοψηφία των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται από ήπια, αναστρέψιμη προσβολή της καρδιάς ενώ τα ποσοστά μυοκαρδίτιδας δε φαίνεται να ξεπερνούν τα αναμενόμενα για την εποχή. Η μυοκαρδίτιδα είναι συνήθως αποτέλεσμα λοίμωξης από συγκεκριμένους ιούς και αφού το συγκεκριμένο εμβόλιο δεν περιέχει ιό η αιτιολογική σύνδεση του με περιστατικά μυοκαρδίτιδας παραμένει υπο διερεύνηση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας ανεξαρτήτως αιτιολογίας, η φλεγμονή του μυοκαρδίου είναι ασυμπτωματική. Σε μια μειοψηφία ασθενών, η μυοκαρδίτιδα εκδηλώνεται ως καρδιακή ανεπάρκεια σε συνδυασμό με αρρυθμίες ή και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Δεν έχουν αναφερθεί τέτοια περιστατικά συνδεόμενα με το εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer-BioNTech) μέχρι σήμερα. Συνοψίζοντας, οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής Επίκουρος Καθηγητής Αλέξανδρος Μπριασούλης και Καθηγητής Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) επισημαίνουν πως το κέντρο ελέγχου και πρόληψης ασθενειών των Η.Π.Α (CDC) επιβεβαιώνει το όφελος του εμβολίου, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον αμφισβητούμενο κίνδυνο σπάνιων ανεπιθύμητων παρενεργειών. Δεδομένη και επιτακτική κρίνεται η συνεχής φαρμακοεπαγρύπνηση με κύριο άξονα τις αναφορές των επαγγελματιών του τομέα της υγείας και με μοναδικό γνώμονα την ορθή και επιστημονική ανάλυση όλων των διαθέσιμων δεδομένων.


Άνδρες με χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης από COVID-19

Έχει παρατηρηθεί από νωρίς ότι οι άνδρες νοσούν βαρύτερα και νοσηλεύονται συχνότερα λόγω COVID-19 σε σύγκριση με τις γυναίκες. Η παρατήρηση αυτή έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι η ανδρική ορμόνη του φύλου, η τεστοστερόνη, μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου, ενώ τα γυναικεία οιστρογόνα μπορεί να είναι προστατευτικά. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις της τεστοστερόνης στους άνδρες είναι μεταβλητές και εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες. Μια μελέτη από τις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο JAMA Network Open, διερεύνησε τη σχέση των ορμονών του φύλου με τη σοβαρότητα της φλεγμονής και νόσησης από COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Αιματολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.

Η μελέτη συμπεριέλαβε 90 άνδρες και 62 γυναίκες, μέσης ηλικίας 63 ετών, που προσήλθαν με COVID-19 στο Νοσοκομείο. Στους συμμετέχοντες μετρήθηκαν, μεταξύ άλλων δεικτών, η τεστοστερόνη και η οιστραδιόλη. Σε 66 άνδρες με σοβαρή COVID-19 οι μέσες συγκεντρώσεις τεστοστερόνης ήταν χαμηλότερες την ημέρα εισαγωγής και 3 ημέρες μετά (65% έως 85% χαμηλότερες συγκεντρώσεις) συγκριτικά με 24 άνδρες με ήπια νόσο. Οι συγκεντρώσεις οιστραδιόλης δεν διέφεραν μεταξύ των 2 ομάδων, όμως η αναλογία οιστραδιόλης προς τεστοστερόνη ήταν υψηλότερη σε άνδρες με σοβαρή COVID-19. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι συγκεντρώσεις τεστοστερόνης συσχετίστηκαν αντιστρόφως με δείκτες φλεγμονής, όπως η ιντερλευκίνη 6 και η C αντιδρώσα πρωτεΐνη. Οι ανωτέρω διαφορές ήταν ανεξάρτητες από άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο, όπως η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), η παρουσία συννοσηροτήτων και το κάπνισμα. Από την άλλη, δεν ανευρέθηκαν τέτοιες στατιστικά σημαντικές διαφορές στις συγκεντρώσεις τεστοστερόνης ή οιστραδιόλης σε οποιαδήποτε ημέρα μεταξύ γυναικών με σοβαρή COVID-19 και γυναικών με ήπια COVID-19.

Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι η τεστοστερόνη πιθανώς να μην έχει τον ίδιο ρόλο στα δύο φύλα σχετικά με την COVID-19. Ίσως να είναι προστατευτική στους άντρες, αφού χαμηλές συγκεντρώσεις της σχετίζονται με αυξημένη φλεγμονή και σοβαρότερη νόσηση. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι αρχικές και μένουν να επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες, μελλοντικές μελέτες. Καταδεικνύουν όμως ήδη την ανάγκη διαφορετικής ερμηνείας πτυχών της βιολογίας στα δύο φύλα, που μπορεί να καθορίζουν και τη διαφορετική φυσική πορεία κλινικών νόσων σε άνδρες και γυναίκες.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: