ΟΙ ΙΑΤΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Στις ΗΠΑ η πτώση των κρουσμάτων και των θανάτων λόγω του κορωνοϊού είναι πλέον γεγονός, μετά το μαζικό εμβολιασμό. Ωστόσο, οι περιοχές με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού παραμένουν ακόμα σε κίνδυνο για εμφάνιση εξάρσεων του κορωνοϊού. Η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων λόγω λοίμωξης COVID-19 αφορά ανεμβολίαστους. Οι ΗΠΑ προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, κυρίως σε όσους αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον εμβολιασμό. Οι ιατροί και οι νοσηλευτές είναι η πιο αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για τον εμβολιασμό, ακόμα και για τους αρνητές του εμβολιασμού, και σε κάθε ευκαιρία οφείλουν να ενημερώνουν τον πληθυσμό λύνοντας τυχόν απορίες. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης  και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα όπως δημοσιεύτηκαν προσφάτως στις ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι λίγοι λειτουργοί υγείας είναι εκπαιδευμένοι στο να ενημερώνουν τον πληθυσμό για τον εμβολιασμό. Πολλοί υποθέτουν ότι χρειάζονται να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες σε κάποιο υποψήφιο εμβολιαζόμενο. Ωστόσο, οι αρνητές των εμβολίων συνήθως δεν αρνούνται να εμβολιαστούν λόγω των ελλιπών πληροφοριών, αλλά λόγω της θεώρησης τους για τον κόσμο, και της αμφισβήτησης  τους για το σύστημα υγείας.  Οι στρατηγικές του εμβολιασμού που παρουσιάζουν τον εμβολιασμό ως προκαθορισμένη επιλογή όπως «Ήρθε η ώρα να εμβολιαστείς». Ενδεχομένως μία πιο μετριοπαθής προσέγγιση όπως «Ίσως θα έπρεπε να σκεφτείς τον εμβολιασμό COVID-19» μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, καθώς δεν αφαιρεί την αυτονομία, αλλά λειτουργεί ως λεκτική παρότρυνση. Το κράτος θα μπορούσε να εκπαιδεύσει το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, σε αποτελεσματικές επικοινωνιακές τεχνικές στην παρότρυνση για τον εμβολιασμό. Το να πείσεις κάποιον να εμβολιαστεί μπορεί να απαιτεί πολλαπλά ραντεβού, και είναι σημαντικό να είναι εύκολη η πρόσβαση στον εμβολιασμό και η διαδικασία να είναι όσο το δυνατόν πιο απλουστευμένη. Το πιο αποτελεσματικό μήνυμα εμβολιασμού προέρχεται από μία αξιόπιστη πηγή, και μπορεί να οδηγήσει κάποιον όχι μόνο στον εμβολιασμό άλλα και με τη σειρά του αυτός να παραινέσει άλλους. Όλοι οι λειτουργοί υγείας πρέπει να στοχεύουν στο να επιτύχουμε τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού.


Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΟΣΦΡΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΗ ΣΧΕΔΟΝ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΟΙΜΩΞΗ COVID-19

Σε μία μελέτη του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου της Γαλλίας σχεδόν σε όλους τους ασθενείς, που εμφάνισαν ανοσμία μετά τη λοίμωξη COVID-19, επανήλθε πλήρως η όσφρηση εντός ενός έτους. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα ευρήματα της μελέτης. Στις αρχές της πανδημίας η απώλεια όσφρησης ήταν ένα ορόσημο της νόσου και είχε συνδυαστεί με τη φλεγμονή που προκαλούσε ο ιός στα περιφερικά οσφρητικά νεύρα. Καθώς οι μήνες περνούσαν πολλοί ασθενείς ανησυχούσαν ότι η απώλεια όσφρησης θα μπορούσε να είναι και μόνιμη. Οι Γάλλοι ερευνητές εντόπισαν την επαναφορά της όσφρησης σε 97  άτομα (67 γυναίκες και 30 άνδρες) με μέση ηλικία τα 39 έτη. Οι ασθενείς ρωτήθηκαν για την όσφρηση τους στους 4, στους 8 και στους 12 μήνες μετά τη νόσηση, και υποβλήθηκαν σε ειδικά τεστ όσφρησης. Στους 4 μήνες στο 84% των ασθενών είχε επανέλθει η όσφρηση (43 από 51 ασθενείς), και σε άλλους 6 έως τους 8 μήνες. Δύο μόνο άτομα είχαν επηρεασμένη όσφρηση ένα χρόνο μετά, δηλαδή το ποσοστό «επαναφοράς» της όσφρησης άγγιξε το 96%, ένα πολύ ενθαρρυντικό ποσοστό. Τα δεδομένα αυτά υπενθυμίζουν κυρίως στους νεότερους ότι η λοίμωξη COVID-19 έχει και μακροχρόνιες επιπλοκές, εκτός από τον κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου. Αυτό καταδεικνύει μία ακόμη αξία του εμβολιασμού, απαντώντας στην ερώτηση αν το όποιο ρίσκο του εμβολιασμού είναι αντάξιο του κέρδους, καθώς τέτοια μακροχρόνια συμπτώματα μπορεί να εμμένουν και μήνες μετά την αρχική λοίμωξη.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: