Αύξηση του προσδόκιμου ζωής στις ΗΠΑ 2000-2019, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ φυλετικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων

Κατά τη διάρκεια της 20ετίας 2000-2019 το συνολικό προσδόκιμο ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε κατά 2.3 χρόνια, αλλά η αύξηση δεν ήταν ομοιογενής μεταξύ φυλετικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων και ανά γεωγραφική περιοχή. Επιπλέον, η μεγαλύτερη αύξηση του προσδόκιμου παρατηρήθηκε πριν το 2010. Αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν από μια νέα μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (NIH) που εξέτασε τις τάσεις στο προσδόκιμο ζωής σε επίπεδο κομητείας. Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές στο Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, στο Σιάτλ, σε συνεργασία με ερευνητές από τα NIH. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια), Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση The Lancet (https://doi.org/10.1016/S0140-6736(22)00876-5).

Σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ 2000 και 2019, το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε περισσότερο για τον πληθυσμό μαύρης φυλής (3.9 χρόνια), τον πληθυσμό ασιατικής φυλής (2.9 χρόνια) και τον πληθυσμό των Λατίνων (2.7 χρόνια). Ταυτόχρονα, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής για τον πληθυσμό λευκής φυλής ήταν πιο μέτρια (1.7 έτη). Για τους πληθυσμούς των Ινδιάνων της Αμερικής και των ιθαγενών της Αλάσκας δεν υπήρξε βελτίωση στο προσδόκιμο ζωής. Το 2019, το συνολικό προσδόκιμο ζωής σε χρόνια ήταν 85.7 για τον πληθυσμό ασιατικής φυλής, 82.2 για τον πληθυσμό των Λατίνων, 78.9 για τον πληθυσμό λευκής φυλής, 75.3 για τον πληθυσμό μαύρης φυλής και 73.1 για τους πληθυσμούς των Ινδιάνων της Αμερικής και των ιθαγενών της Αλάσκας.

Στις περισσότερες κομητείες, το προσδόκιμο ζωής για τον πληθυσμό μαύρης φυλής έχει αυξηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φυλετική και εθνική ομάδα, αλλά συνολικά, ο πληθυσμός μαύρης φυλής εξακολουθεί να έχει χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής από τον πληθυσμό λευκής φυλής. Εν τω μεταξύ, ο πληθυσμός λευκής φυλής είχε μέτρια αύξηση και σε ορισμένες κομητείες μείωση του προσδόκιμου ζωής. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις δύο τάσεις, η μελέτη σημείωσε ότι η μείωση του χάσματος ως προς το προσδόκιμο ζωής μεταξύ λευκής και μαύρης φυλής θα μπορούσε να αποδοθεί στη στασιμότητα και την αντιστροφή των κερδών στον πληθυσμό λευκής φυλής. Επιπλέον, οι πληθυσμοί των Ινδιάνων της Αμερικής και των ιθαγενών της Αλάσκας έχουν το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής από όλους τους πληθυσμούς και παρουσίασαν μείωση στις περισσότερες κομητείες, με διαφορά άνω των 21 ετών σε ορισμένες κομητείες.

Ταυτόχρονα, οι λατίνοι/ισπανόφωνοι και ασιατικοί πληθυσμοί είχαν το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής σε εθνικό επίπεδο, αλλά αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν παρατηρήθηκε σε όλες τις κομητείες. Ενώ αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες διατήρησαν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από τον πληθυσμό λευκής φυλής, το πλεονέκτημα μειώθηκε σε μια σημαντική μειοψηφία κομητειών για τον λατινο/ισπανόφωνο πληθυσμό (42%) και στις περισσότερες κομητείες για τον ασιατικό πληθυσμό (60,2%). Το προσδόκιμο ζωής σε επίπεδο κομητείας κυμαινόταν από 58,6 χρόνια για τους πληθυσμούς των Ινδιάνων της Αμερικής και των ιθαγενών της Αλάσκας έως 94,9 χρόνια για τον Λατίνο/Ισπανικό πληθυσμό, δηλαδή παρατηρήθηκε ένα εύρος της τάξης των 36 ετών.


Η υπεργλυκαιμία αυξάνει τα καρδιαγγειακά συμβάματα σε ασθενείς που νοσηλεύονται με COVID-19

Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Endocrine Practice, ασθενείς με αυξημένη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) ή/και υπεργλυκαιμία κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο, που νοσηλεύονταν με πνευμονία λόγω COVID-19 παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν οξείες ενδονοσοκομειακές καρδιαγγειακές επιπλοκές και είχαν γενικά χειρότερη κλινική έκβαση.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ενδοκρινολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Γεωργία Κάσση (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού), Βασιλική Βασιλείου (Διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία της μελέτης αυτής.

https://www.endocrinepractice.org/article/S1530-891X(22)00521-3/fulltext

Πρόκειται για πολυκεντρική αναδρομική μελέτη 1.627 ασθενών που νοσηλεύτηκαν με πνευμονία SARS-CoV-2 από τις 7 Μαρτίου 2020 έως τις 30 Μαρτίου 2021 σε νοσοκομεία στις ΗΠΑ. Το ιστορικό του σακχαρώδη διαβήτη εξήχθη από ηλεκτρονικά αρχεία υγείας, μαζί με τον τύπο διαβήτη, καθώς και την αντιδιαβητική θεραπεία. Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, σακχαρώδη διαβήτη κύησης και υπεργλυκαιμία που προκαλείται από κορτικοστεροειδή αποκλείστηκαν.

Από το συνολικό πληθυσμό της μελέτης, 107 ασθενείς χωρίς ιστορικό διαβήτη εντοπίστηκαν με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής (HbA1c ≥ 6,5% ή γλυκόζη αίματος εισαγωγής ≥ 200 mg/dL), ενώ 634 ασθενείς είχαν γνωστή διάγνωση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Οι υπόλοιποι 886 ασθενείς αναγνωρίστηκαν ως ασθενείς χωρίς διαβήτη.

Ασθενείς με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής παρουσίασαν χαμηλότερη αναλογία κορεσμού οξυγόνου και γλυκόζης αίματος κατά την εισαγωγή σε σύγκριση με αυτούς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καλή ρύθμιση και χωρίς διαβήτη. Οι φλεγμονώδεις δείκτες ήταν αυξημένοι στους ασθενείς με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής και με γνωστό διαβήτη τύπου 2. Μεταξύ των ασθενών με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής, υψηλότερο ποσοστό ασθενών χρειάστηκαν εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας συγκριτικά με εκείνους με διαβήτη τύπου 2 και καλή ρύθμιση ή χωρίς διαβήτη (56% έναντι 39% έναντι 33%, p<0,001). Οι ασθενείς με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής είχαν επίσης 2πλάσια πιθανότητα να αποβιώσουν σε σύγκριση με ασθενείς χωρίς διαβήτη (32% έναντι 15%, p<0,001). Επιπλέον, τα καρδιαγγειακά συμβάματα ήταν πιο συχνά στην ομάδα με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής (24%) σε σύγκριση με εκείνους με διαβήτη τύπου 2 (20%) ή εκείνους χωρίς διαβήτη (13%, p <0,001). Τα αναφερόμενα καρδιαγγειακά συμβάματα περιλάμβαναν ανάπτυξη νέων αρρυθμιών (10%), αιφνίδια καρδιακή ανακοπή (9%), οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (5%) και καρδιακή ανεπάρκεια (4%).

Μετά από προσαρμογή για διάφορους παράγοντες, ασθενείς με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής παρατηρήθηκε ότι είχαν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης οξέων ενδονοσοκομειακών καρδιαγγειακών επεισοδίων (εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας OR 1,61, 95% CI 1,10-2,34 και θνησιμότητα OR 1,77, 95% CI 1,02-3,07) σε σύγκριση με ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χωρίς διαβήτη. Ο αυξημένος καρδιαγγειακός κίνδυνος και η γενικώς κακή πρόγνωση μπορεί να σχετίζεται με δυσλειτουργική προθρομβωτική και φλεγμονώδη κατάσταση που δημιουργείται από τον SARS-CoV-2 σε συνθήκες μη διορθωμένης υπεργλυκαιμίας.

Η μελέτη αυτή καταδεικνύει τη μεγάλη σημασία της γλυκαιμικής ρύθμισης αλλά και της αναγνώρισης ασθενών με αδιάγνωστο σακχαρώδη διαβήτη. Πράγματι, ασθενείς με αυξημένη HbA1c ή/και υπεργλυκαιμία εισαγωγής είχαν χειρότερα κλινικά αποτελέσματα σε σύγκριση τόσο με ασθενείς χωρίς διαβήτη αλλά και με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που είχαν όμως καλή ρύθμιση.

Επίσης δημοσιεύτηκε σε: